Friday, April 20, 2007

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κεφάλαιο ΙΙ

Οι κοινωνικές δομές...

(β) Εισαγωγή



Μέσα από το κεφάλαιο αυτό επιδιώκεται αρχικά, διά μέσου μιας συνοπτικής προβολής, ο προσδιορισμός των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικράτησαν και συντελέστηκαν παροδικά στην Κύπρο από τα τέλη του 19ου μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα.

Στόχος αυτής της παρουσίασης είναι να ερευνήσουμε κατά πόσο οι κοινωνικο-οικονομικές – πολιτικές δομές που επικρατούσαν τότε στην αγροτική κοινωνία της Κύπρου συνέβαλαν ώστε να διευρυνθεί το φαινόμενο της ληστείας και γενικότερα της εγκληματικής παρανομίας στο νησί.

Επιπλέον, μέσω μιας αριθμητικής αλλά και θεωρητικής καταγραφής στοιχείων τα οποία καταδεικνύουν την ευρύτερη διάσταση του φαινομένου, επιχειρείται μια επιγραμματική αναφορά στο δείκτη εγκληματικότητας του νησιού.


ΕΝΟΤΗΤΑ Ι

Οι επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες,
η φύση του εγκλήματος και οι δομικές αλλαγές που
σημειώθηκαν σταδιακά στην κυπριακή κοινωνία.

Οι αρχές της ληστείας στην Κύπρο στα τέλη του 19ου αιώνα ανάγονταν κυρίως στις ιδιομορφίες της οθωμανικής διοίκησης του νησιού.

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, ο κρατικός έλεγχος των αγροτικών περιοχών ήταν πολύ πρωτόγονος. Οι αγροτικές εξεγέρσεις, που αποτελούσαν ένα μόνιμο αλλά μη συνεχές γνώρισμα της Τουρκοκρατίας, στρέφονταν, κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά κατά της βαριάς φορολογίας. Πράγματι «ακόμη και ο κρατικός έλεγχος, πάνω στον ίδιο τον καταπιεστικό του μηχανισμό, ήταν αδύνατος[1]».

Οι ανταρσίες των στρατιωτικών φρουρών για καθυστερημένες πληρωμές ήταν συχνό φαινόμενο, πράγμα που οδηγούσε σε βίαιες λεηλασίες, σε αφαιρέσεις τίτλων στο σφετερισμό των αγροκτημάτων και στην ενσωμάτωσή τους σε μεγάλα τσιφλίκια, «ένα είδος αγροκαλλιέργειας κατακτητικού τύπου».[2]

Η παραγωγή στο μη ανεπτυγμένο αγροτικό τομέα οδηγείται σε καθίζηση, ενώ αυξάνει στον τομέα της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας. Οι καλά αρδευόμενες πεδινές περιοχές, που στην πλειοψηφία τους ελέγχονταν από τις μεγάλες ιδιοκτησίες και παρήγαγαν είδη πρώτης ανάγκης για εξαγωγή, συνυπήρχαν με τις ορεινές αυτοσυντήρητες κτηνοτροφίες, οι οποίες μόλις και μετά βίας ελέγχονταν από την κεντρική εξουσία. Ωστόσο, οι δυο τομείς χρειάζονταν ο ένας τον άλλο «εξ αιτίας του διευρυμένου αγραναπαυτικού συστήματος που ίσχυε τότε»[3]. Οι κτηνοτρόφοι έπρεπε να είχαν πρόσβαση στις πεδινές εκτάσεις που ήταν διαθέσιμες για βοσκή.

Η δημιουργία των τσιφλικιών και της τάξης των μεγάλων γαιοκτημόνων οδήγησε αναπόφευκτα στην εμφάνιση μεσαζόντων διαχειριστών και αγροφυλάκων. Αυτοί ενοικίαζαν μεγάλες εκτάσεις γης, τμήματα των οποίων χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι, και τα υπόλοιπα τα ενοικίαζαν στους αγρότες με βραχυπρόθεσμες συμφωνίες ή εφάρμοζαν το σύστημα του μοιράσματος της σοδειάς... Ο αγρότης μοίραζε τη σοδειά του μ’ αυτόν που του ενοικίαζε την έκταση (δηλαδή, το μεσάζοντα διαχειριστή).

Εξαιτίας λοιπόν «της ενδιάμεσης και κρίσιμης αυτής θέσης τους, τόσο οι γαιοκτήμονες όσο και οι αγρότες/κτηνοτρόφοι εξαρτώνταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν, επομένως, σε θέση να υποκινούν τους μεν εναντίον τους δε».[4] Οι επιστάτες που, συνήθως αλλά όχι αποκλειστικά, ήταν Τούρκοι επιτρεπόταν να οπλοφορούν ενώ στην αραιοκατοικημένη ύπαιθρο οι βίαιες πράξεις μπορούσαν εύκολα να διαπραχθούν και να συγκαλυφθούν, Η βία συνέβαλε, εξάλλου, να παραμένουν οι αγρότες εκφοβισμένοι και υπάκουοι.

Ποια ήταν, άραγε, η καταγωγή αυτών των επιστατών και αγροφυλάκων; Οι περισσότεροι προέρχονταν από οικογένειες κτηνοτρόφων που βρίσκονταν σε κοινωνική άνοδο. Η κτηνοτροφία, ως τρόπος ζωής, ενθάρρυνε την επιθετικότητα, ιδιαίτερα στην άκρως ανταγωνιστική αγροτική κοινωνία της Πάφου.

Ο «Καρεκλάς»[5] γράφει γι’ αυτή την περίοδο ότι «εκείνοι που είχαν κατσίκες, φοράδες ή αγελάδες ήταν οι πλουσιότεροι και επομένως τα εξέχοντα μέλη κάθε κοινότητας. Από τη ζωή που έκαναν στους λόφους ή στα ποτάμια από την παιδική τους ηλικία, μπορεί κανείς να αντιληφθεί το είδος του χαρακτήρα τους.

Ήταν οι χειρότεροι εγκληματίες και ως τέτοιοι οι ηγέτες του χωριού. Οι φιλήσυχοι άνθρωποι, που ήταν ελάχιστοι, δε λαμβάνονταν υπόψη»[6].

Ωστόσο, από τη στιγμή που «η Εκκλησία είχε χάσει το μονοπώλιο της είσπραξης των φόρων, βλέπουμε να δημιουργείται ένα κενό στην ύπαιθρο, το οποίο αναπληρώθηκε γρήγορα από τέτοιου είδους συμφέροντα που συχνά συνέπρατταν με εμπόρους των πόλεων»[7].

Η φορολογία των αγροτών, η τοκογλυφία, οι παράνομες εξαγωγές κατά μήκος της παραλίας, η ενοικίαση της γης, η αστυνόμευση των αγροτικών περιοχών, η εφαρμογή της βίας προς εκφοβισμό των χωρικών, η «προστασία» από τη λεηλασία έναντι κάποιας αμοιβής και η διάθεση των κλεμμένων προϊόντων ενίσχυαν το ένα το άλλο και κατέληγαν στην καθιέρωση ευρέων, προσωρινών και ρευστών συμμαχιών και δικτύων μέσα στα οποία συνενώνονταν τα κατάλληλα άτομα για τις κατάλληλες δουλειές.

Αυτό αποτελούσε ένα ρευστό κύκλωμα εξουσίας που αφορούσε συγκεκριμένες περιοχές. Οι συμμαχίες διαμορφώνονταν βάσει συγκεκριμένων καθηκόντων και σταθεροποιούνταν με το ιδίωμα της φιλίας, της εντιμότητας και της σκληραγωγίας.

Οι συγκρούσεις και οι διαπληκτισμοί μεταξύ των εμπλεκομένων, που κυρίως αφορούσαν τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων, αποτελούσαν πολύ συχνό φαινόμενο....

Ο Μ. Χ. Καρεκλάς, μέσα από τη μελέτη του, χαρακτήριζε τα εν λόγω άτομα ως εγκληματίες, παρόλο που ο όρος θα έπρεπε να έχει διαφορετική υφή «στην περίπτωση που οι επίσημοι νόμοι του κράτους δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν ή μπορούσαν να ανατραπούν εύκολα».[8] Ωστόσο, είναι πολύ προσεκτικός και δεν τους αποκαλεί παράνομους ή ληστές, παρά το ότι η ληστεία αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της διαδικασίας.

Επιπρόσθετα, το σύστημα «ενθάρρυνε το διφορούμενο, την ανάδυση τέτοιων ανθρώπων που ενεργούσαν ως κομβικά σημεία για τη συγκέντρωση πληροφοριών κλεμμένων αγαθών όλων των ειδών κ.λ.π. και οι οποίοι, ωστόσο, μπορούσαν να ασκούν τις απαραίτητες συγκαλυμμένες πιέσεις μέσω άλλων».[9]

Αυτοί οι άνθρωποι ήταν γνωστοί ως «bejek bashies, άτομα που, παρότι παρουσιάζονταν ως φιλήσυχοι στα χωριά υποκρινόμενοι ότι ήταν εναντίον του εγκλήματος, διέπρατταν αμέτρητα εγκλήματα....».[10] Ήταν οι πιο επικίνδυνοι εγκληματίες και οι αποδέκτες των λύτρων για την ανακάλυψη των κλεμμένων περιουσιών ή την επιστροφή ενός μέρους τους, στους ιδιοκτήτες.

Παρά ταύτα, όμως, αυτή η καθόλα υποανάπτυκτη και χαώδης κατάσταση που συνέβαινε στους κόλπους της Κυπριακής κοινωνίας αρχίζει σιγά-σιγά να βελτιώνεται, σταδιακά, και με την πάροδο των χρόνων.

Σύμφωνα με τον P. Loizo αρχίζουν να πραγματοποιούνται αξιοσημείωτα άλματα προόδου στον παράγοντα της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα στην παροχή της.

Ενδεικτικά στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν την πιο πάνω άποψη είναι αυτά της διδακτορικής διατριβής του δρα Κούρου, σχετικά με την εκπαίδευση στην Κύπρο, τα οποία χρησιμοποιεί ο P. Loizos στο συγκεκριμένο σύγγραμμά του ως αποδεικτικά.

Ο Δρ. Κούρος σημειώνει ότι «μια οθωμανική έρευνα του 1860 κατέγραψε 19 χριστιανικά σχολεία με 29 δασκάλους και 1179 μαθητές. Το 1878 υπήρχαν 83 χριστιανικά σχολεία και 65 για μουσουλμάνους. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο αριθμός των σχολείων διπλασιάστηκε και ο αριθμός των μαθητών έφτασε στις 14000 φτάνοντας στο αποκορύφωμα το 1939 και 1953 όπου οι εγγραφές στα δημοτικά σχολεία σημειώνουν αύξηση 40% και ο αριθμός των παιδιών στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης τριπλασιάστηκε».[11]

Μια άλλη, επίσης, σημαντική μεταρρυθμιστική αλλαγή που παρατηρείται ήταν αυτή της ραγδαίας μείωσης του ποσοστού των γεωργών οι οποίοι δεν άντεχαν άλλο την οικονομική καταπίεση που τους επιβαλλόταν πληρώνοντας φόρους για να καλλιεργήσουν ακόμα και τις δικές τους εκτάσεις... με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ν’ αρχίσουν να στρέφονται προς τις πόλεις.

Ωστόσο, όσον αφορά τις σχέσεις των δυο φύλων και ειδικότερα του θεσμού του γάμου και της γυναίκας, ο P. Loizos μας παραπέμπει σε κάποιες σημαντικές χρονολογικές στιγμές οι οποίες μας υποδεικνύουν μια αυξανόμενη τάση του γυναικείου πληθυσμού, ειδικότερα «από το 31 και έπειτα, όπου 6117 γυναίκες ηλικίας μεταξύ 25-54 ήταν ανύπανδρες και μέχρι το 1946 αυτός ο αριθμός ανέβηκε στις 9464 σε σύγκριση με τη χρονική περίοδο του 1901 όπου υπήρχαν 778 γυναίκες για κάθε 1000 άντρες.

Σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία της δεύτερης χρονολογικής περιόδου θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, ναι ήταν φυσικό επακόλουθο εκτός από τα νόμιμα μέσα αρκετές γυναίκες να διεκδικούνται από πλευράς του ανδρικού πληθυσμού και με το ζόρι. Έτσι, αρκετές αναγκάζονταν να παντρευτούν σε σχετικά μικρή ηλικία. Ωστόσο πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ ότι, εξαιτίας του μικρού αυτού αριθμού του γυναικείου πληθυσμού οι γυναίκες γίνονταν ετσιθελική βορά πέφτοντας συχνά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης απ’ αυτούς οι οποίοι είχαν μέσα τους το κτήνος του εγκληματία βιαστή.

Ένα άλλο εξίσου σημαντικό θέμα που θίγει ο Loizos, το οποίο μέσα από την έρευνα του έδωσε οριστικά και εντυπωσιακά στοιχεία είναι αυτό της φύσης της εξουσίας και ιδιαίτερα της εξουσίας των γονιών, ειδικά των πατεράδων πάνω στα παιδιά τους και ειδικότερα πάνω στους γιους (αρσενική κουλτούρα).

Ο Loizos, σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα, αναφέρει ένα σχετικό παράδειγμα από το Αργάκι όπου «οι γηραιότεροι άντρες δούλευαν σαν ‘μισταρκοί’ (υπηρέτες για όλες τις δουλειές) όταν ήταν νέοι, για ορισμένους από τους μεγάλους (πλουσίους) γεωργούς του χωριού».[12] Σε μερικές περιπτώσεις ζούσαν στο σπίτι του εργοδότη τους που τους παρείχε διατροφή και συμφωνούσαν να εργάζονται για ένα χρόνο κάθε φορά. Το ασυνήθιστο στην όλη αυτή υπόθεση ήταν ο τρόπος πληρωμής. Δεν πληρώνονταν οι ίδιοι για την εργασία τους. Σε πολλές περιπτώσεις πληρώνονταν οι πατέρες τους, οι οποίοι διαχειρίζονταν στη συνέχεια τα χρήματα αυτά. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, διότι αυτό υποδηλώνει μια μάλλον δυνατή παρουσία πατρικής εξουσίας. Ο νεαρός δεν εθεωρείτο σαν ανεξάρτητο ή αυτόνομο πρόσωπο αλλά σαν προέκταση του πατέρα του που ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Ο πατέρας ήταν τουλάχιστον κατ’ όνομα αρχηγός της οικογένειάς του. Τα δικαιώματά του να διατάζει και να διαθέτει οικογενειακά κέρδη ήταν αδιαμφισβήτητα.

Αυτό το φαινόμενο ο Μεγάλος γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber το ονομάζει «πατριαρχική εξουσία» η οποία, χάρη στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και στην αλλαγή που επήλθε στο εκπαιδευτικό σύστημα, βλέπουμε να αρχίζει να εξαλείφεται.

Π.χ. ένας νεαρός που μπορούσε να διαβάσει εφημερίδα (ή μια κυβερνητική ανακοίνωση), ενώ ο πατέρας του δε μπορούσε. (Δε χρειαζόταν πια να θεωρεί τον εαυτό του αναγκαστικά υποδεέστερο σε όλα.) Επομένως ήταν φυσικό επακόλουθο ν’ αλλάξουν και οι σχέσεις που χαρακτήριζαν τα αφεντικά με τους υπηρέτες τους...

Έτσι καταληκτικά θα παρατηρήσουμε ότι όλες αυτές οι αλλαγές που συντελέστηκαν στην κοινωνική δομή της Κύπρου οδήγησαν σε μια αμφισβήτηση των διαφόρων μορφών παραδοσιακής εξουσίας που προϋπήρχε όταν οι Βρετανοί πρωτοήρθαν στο νησί, οι οποίοι εκτόπισαν τους Οθωμανούς και συνάμα ήρθαν σε αντιπαράθεση με την εκκλησία, ενώ παράλληλα οι πολιτικές ιδεολογίες του κουμουνισμού και του σοσιαλισμού είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους και άρχισαν να διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη πολιτική ανάπτυξη του νησιού.

Επομένως, ο λαός, όντας επηρεασμένος από αυτές τις αλλαγές, προσπαθεί να συμβιβαστεί ...

Άρα λοιπόν, και το έγκλημα ήταν ένα από τα κοινωνικά φαινόμενα που σαφέστατα επηρεάστηκε απ’ όλη αυτή τη μοντέρνα κατάσταση. Ιδιαίτερα ως προς τον τρόπο, τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιούν πλέον οι εγκληματίες για να διαπράξουν μιαν εγκληματική πράξη.
ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ

Η συνολική διάσταση της παρανομίας
στο νησί

Οι δικαστικές στατιστικές για το 1879 δείχνουν σχετικά υψηλή εγκληματικότητα στο νησί. «Μόνο στην επαρχία Λεμεσού διαπράχθηκαν πέντε φόνοι και έντεκα απόπειρες φόνου, 20 βιασμοί και προσβολές κατά της τιμής, τέσσερις απαγωγές, 21 υποθέσεις εμπρησμού και τέλος 32 υποθέσεις παράνομης αποκοπής δεντρών σε προστατευόμενες δασικές περιοχές. Το ίδιο έτος στα δικαστήρια εκδικάστηκαν 941 αγωγές για χρέη»[13].

Δυστυχώς, όμως, η κατάσταση αυτή όπως θα δούμε και στη συνέχεια, χρόνο με το χρόνο χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο.

Επιπροσθέτως πρέπει να πούμε ότι ενώ από τη μια πλευρά θα περίμενε κανείς η εγκληματικοποίηση συγκεκριμένων συμπεριφορών να αυξήσει τον αριθμό των καταγγελλομένων στην αστυνομία παραβάσεων, από την άλλη θα ήταν αδύνατο να ερμηνευτούν οι διακυμάνσεις του αριθμού των προσώπων που καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια για συγκεκριμένες νέες παραβάσεις.

Παραδείγματος χάριν το «1893, υπήρξε μια μείωση του αριθμού των προσώπων που καταδικάστηκαν από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια για φθορά ξένης ιδιοκτησίας από πρόθεση έναντι του προηγούμενου έτους από 63 σε 19»[14]. Ο λόγος ήταν ότι οι προβλεπόμενες ποινές από τον τότε ισχύοντα νόμο ίσως να αποθάρρυναν τους εμπλεκομένους να εμφανισθούν στα δικαστήρια ή τους μάρτυρες τους να καταθέσουν εξαιτίας του φόβου που έκρυβε η αυστηρότητα του νόμου αυτού.

Ωστόσο θα παρατηρήσουμε γενικότερα ότι το ποσοστό της εγκληματικότητας διέφερε από περίοδο σε περίοδο και από επαρχία σε επαρχία, για τους εξής λόγους: Πρώτον λόγω των ανομβριών που επιδείνωσαν την οικονομική δυστυχία δεδομένου ότι ο πληθυσμός έπρεπε να αντιμετωπίσει ακόμα τους πιεστικούς φόρους... Δεύτερον λόγω της ύπαρξης οργανωμένων συμμοριών (εξειδικευμένων στις ζωοκλοπές και όχι μόνο...) και τρίτον λόγο της μη αποτελεσματικής αστυνόμευσης συγκεκριμένων περιοχών.

Η Πάφος για παράδειγμα είχε μεγαλύτερο ποσοστό ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως και ληστειών από τη Λεμεσό το 1879.

Ο Επαρχιακός Λειτουργός της Πάφου σε ετήσια έκθεσή του είχε αναφέρει «ότι το καλοκαίρι του 1878 η Πόλις Χρυσοχούς, περιοχή καθόλου προσιτή στην αστυνομία, υπέφερε κυρίως από κλοπές προβάτων και ληστείες»[15]. Οι κλοπές προβάτων αφθονούσαν επίσης και στην Αμμόχωστο.

Πράγματι, όπως δήλωνε «στην ετήσια έκθεσή του για το 1881 ο Αρχηγός της Αστυνομίας, η κλοπή προβάτων ήταν το πιο κοινό έγκλημα κατά της περιουσίας»[16].

Κατά τον κύριο «Ongly, τον επικεφαλής αξιωματικό της αστυνομικής δύναμης που στάθμευε στο χωριό Κελοκέδαρα στην περιφέρεια της Πάφου, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του υψηλού ποσοστού εγκληματικότητας στην αγροτική Πάφο, η ζωοκλοπή (κυρίως προβάτων) δεν εθεωρείτο έγκλημα, αλλά κάποιου είδους λαθροθηρία, σαν ένα ακόμα έθιμο των κατοίκων»[17].

Παραταύτα η ζωοκλοπή συνέχισε να απασχολεί τις αρχές ... Έτσι οι Βρετανοί στην προσπάθειά τους να μειώσουν τον αριθμό των ζωοκλοπών επέβαλαν βαρύτερες ποινικές κυρώσεις (π.χ. διεύρυναν τις περιόδους φυλάκισης). Κατ’ αυτό τον τρόπο, όμως, παρείχαν στους παραβάτες κίνητρο προς εκφοβισμό των μαρτύρων, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παραπομπή τους λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.

Αυτή η εξέλιξη εξηγεί, εν μέρει, το γεγονός ότι από το σύνολο των υποθέσεων που καταγγέλθηκαν στην αστυνομία και τα δικαστήρια κατά την περίοδο «1885-1889, το 40,5% οδηγήθηκε σε απαλλαγή επειδή ο καταγγέλων δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο ή δεν επιθυμούσε τη συνέχιση της ποινικής δίωξης, το 21,2% αποτελούσαν απαλλακτικές αποφάσεις για διάφορους άλλους λόγους, το 24,3% αποτελούσαν καταδίκες με συνοπτικές διαδικασίες και το 10,4% παραπέμφθηκαν σε δίκη»[18].

Επιπλέον, όπως έχουμε αναφέρει και προηγουμένως, το «πρόβλημα της εγκληματικότητας» παρουσιαζόταν εντονότερο κυρίως στις αγροτικές περιοχές...

Σε αναφορά του στον Υπουργό Αποικιών το 1891, ο Ύπατος Αρμοστής Sir Henry Bulver, είχε τονίσει ότι η παρανομία και οι εγκληματικές δραστηριότητες θα εντείνονταν ακόμα περισσότερο αν συνέχιζε να υπάρχει έλλειψη επαρκούς αστυνόμευσης στην ύπαιθρο.

Ο Sir Bulver είχε επισημάνει επίσης ότι «οι ηλικιωμένοι και οι άρχοντες του χωριού δεν ασκούν πλέον σημαντική επιρροή σε όσους ωδεύουν προς την αναρχία και την παράνομη συμπεριφορά»[19].

Ωστόσο, αυτή η κοινωνική δυσαρέσκεια στα χωριά που αναφέρει ο Ύπατος Αρμοστής, περιγράφεται και στη μελέτη που εξέδωσε ο «Ρ. Κατσαούνης»[20] το 1996 διαμέσου της οποίας τόνιζε ότι ο βανδαλισμός κατά της ιδιοκτησίας «ιερών και τίμιων οικογενειαρχών» ήταν ευρέως διαδεδομένος και ότι στην πραγματικότητα η έννομη τάξη είχε καταργηθεί στις αγροτικές περιοχές.

Σύμφωνα λοιπόν με τις εκτιμήσεις του Henry Bulvier, οι ένοχοι για τις πράξεις βανδαλισμού στις αγροτικές περιοχές ήσαν «εκείνα τα μέλη της κοινότητας τα οποία θα υπάγονταν σ’ αυτό που ονομάζεται εγκληματικό τμήμα του συνολικού πληθυσμού σε κάθε κοινωνία».
Δυστυχώς, όμως, η πλειοψηφία αυτού του εγκληματικού τμήματος δρούσε ανενόχλητη και με μεγάλη ευκολία. Ενώ όπως έχουμε επισημάνει και πιο πάνω, μόνο ένας μικρός αριθμός απ’ αυτούς προσήρχετο ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών.

Παραδείγματος χάριν, ανάμεσα «στον Απρίλιο του 1885 και τον Οκτώβριο του 1892 σε σύνολο 207 ανθρωποκτονιών αντιστοιχούσαν μόνο 41 καταδίκες (ποσοστό 20%)»[21]. Στην έκθεσή του για το 1888, ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρατηρεί ότι το έγκλημα στην Κύπρο ήταν γενικά τρεις φορές πιο διαδεδομένο, οι δολοφόνοι δεκαπλάσιοι και οι ανθρωποκτονίες εξαπλάσιες από την Αγγλία. Αυτή τη διαφορά την απέδιδε στο γεγονός ότι η Αγγλία ήταν σημαντικά πιο προοδευμένη πολιτισμικά και μορφωτικά από την Κύπρο. Είναι ενδιαφέρον ότι ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρούσε απαραίτητο να επισημάνει ότι ενώ σχεδόν σε κάθε χώρα οι βρεφοκτονίες αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των ανθρωποκτονιών, στην Κύπρο ήταν σχεδόν άγνωστες. Το μεγάλο ενδιαφέρον για την υπεροχή της ανθρωποκτονίας / απόπειρας ανθρωποκτονίας και γενικά της βίας «ήταν δικαιολογημένο καθώς η αναλογία ανθρωποκτονιών προς τα τέλη του 19ου αιώνα κυμαινόταν ανάμεσα στο 10 και 17 ανά 100.000 πληθυσμού. Κατά τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1891, για παράδειγμα, σημειώθηκαν 32 φόνοι και απόπειρες φόνου σε ένα πληθυσμό περίπου 187.000 στην Κύπρο, η αναλογία ήταν κατά προσέγγιση 15 ανά 100.000 πληθυσμού»[22].

Εδώ θα μπορούσαμε να προτείνουμε ένα αριθμό εύλογων αν και όχι πλήρων αιτιολογήσεων του υψηλού ποσοστού ανθρωποκτονιών... όπως:
η ισχυρή αίσθηση προσωπικής και οικογενειακής τιμής
το γεγονός ότι, κατά παράδοση, όλοι σχεδόν οι άντρες έφεραν μαχαίρι και πολλοί είχαν πυροβόλο όπλο
ο ρόλος του σκληρού άνδρα
υπερκατανάλωση οινοπνεύματος σε γάμους και θρησκευτικές εορτές
ο μη στιγματισμός των πρώην κρατούμενων
η χρόνια έλλειψη νερού, η οποία προκαλούσε συχνές προστριβές για την άρδευση ανάμεσα στους κατοίκους των αγροτικών περιοχών και
ο ανεπαρκής αριθμός δημοτικών σχολείων.

Παράλληλα, η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει το έγκλημα στην επαρχία το 1890 ενοικίασε σπίτια σε χωριά απ’ όλη την Κύπρο με σκοπό να στεγάσει αγροτικά αστυνομικά τμήματα. Πιο συγκεκριμένα τα παρακάτω αγροτικά αστυνομικά τμήματα ιδρύθηκαν «στις έξι επαρχίες: Λεμεσού, Πάφου, Λευκωσίας, Κυρήνειας, Αμμοχώστου και Λάρνακας»[23].

Παραταύτα, όμως, οι αρμόδιες διοικούσες αρχές πάλι δεν κατάφεραν να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχο, τους παρανομούντες με αποτέλεσμα τα σοβαρά και βίαια εγκλήματα να συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς ...


[1] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 86). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993
[2] Cassia Paul Sant «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 87). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[3] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 87). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
* Αγραναπαυτικό σύστημα: Η διοίκηση της καλλιέργειας για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
[4] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 88). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[5] Ο Μ. Χ. Καρεκλάς διετέλεσε διοικητής της Αστυνομίας Πάφου επί Αγγλοκρατίας. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1937 για την ακρίβεια, είχε εκδώσει μια μελέτη μέσα από την οποία έδινε μια σαφή εικόνα του εγκληματικού οργίου που επικρατούσε τότε στην επαρχία Πάφου και στα χωριά της επαρχίας Λεμεσού.
[6] Παπαδημήτρης Π. Τα Χασαμπουλιά (σελ. 57) 1000 άγριοι φόνοι στην Κύπρο.
[7] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 88). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[8] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 89). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.

[9] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 90). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[10] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 90). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[11] Loizos P. Αλλαγές στη δομή της κοινωνίας (σελ. 43) Reader.
[12] Loizos P. Αλλαγές στη δομή της κοινωνίας (σελ. 45-46) Reader.
[13] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 97). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[14] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 99). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[15] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 99). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[16] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 99). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[17] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 100). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[18] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 101). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[19] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 103). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[20] Κύπριος ιστορικός ερευνητής.
[21] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 104). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[22] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 106). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[23] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 110). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.

No comments: