Friday, April 20, 2007

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Κεφάλαιο Ι

Θεωρητικές προσεγγίσεις.

(α) Εισαγωγή

Σ’ αυτό το μέρος της εργασίας μας επιδιώκεται πρώτα και κύρια η ανάλυση και η ερμηνεία κειμένων τα οποία έχουν ως στόχο το θεωρητικό προσανατολισμό γύρω από ζητήματα που αφορούν γενικότερα την εκδήλωση και την κατασκευή του εγκληματικού φαινομένου εντός του κοινωνικού πλαισίου.

Επομένως για τον σκοπό αυτό έχουν επιλεγεί για ερμηνευτική ανάλυση τα ακόλουθα κείμενα: (α) Η συναίνεση έναντι σύγκρουσης τα δυο αντιτιθέμενα θεωρητικά πρότυπα (β) Ρεύματα και συστήματα σκέψης στο χώρο της εγκληματολογικής επιστήμης και (γ) Η αιτιολογική προσέγγιση του εγκλήματος. Και τα τρία κείμενα να υπογραμμίσουμε, περιστρέφονται γύρω από τις κοινωνικοεπιστημονικές προσεγγίσεις σπουδαίων θεωρητικών της προηγούμενης και σύγχρονης εποχής. Οι θεωρήσεις αυτές συζητούν η κάθε μια από τη δική της σχολή σκέψης, τον τρόπο σύλληψης της φύσης του εγκλήματος.

Ακολούθως, σε συνάρτηση μ’ αυτές τις θεωρητικές παραμέτρους, επιχειρείται μια κριτική αξιολόγηση των πηγών, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για την ευρύτερη ιστορικοκοινωνική βυθομέτρηση. Ενώ ταυτοχρόνως θα αποτελέσουν και τη βάση πάνω στην οποία θα δομηθεί η περαιτέρω ανάλυση που θα προκύψει στα επόμενα κεφάλαια*.

_______________________________
* Συγκεκριμένα αναφερόμαστε στα εξής συγγράμματα: (α) 1000 άγριοι φόνοι στην Κύπρο, Τόμος Α΄ και Β΄ του Παναγιώτη Παπαδημήτρη και (β) Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000 του Ανδρέα Καπαρδή.


ΕΝΟΤΗΤΑ Ι

Κοινωνική σύγκρουση – Θεωρητικά μοντέλα
και συστήματα σκέψης

Στις κοινωνικές επιστήμες η προσέγγιση των διαφόρων κοινωνικών δομών και η εξήγηση αυτών μπορούν να γίνουν βλέποντας τα πράγματα κάτω από τη σκοπιά, είτε ενός συναινετικού ή λειτουργικού κοινωνικού προτύπου, είτε ενός συγκρουσιακού ή διαλεκτικού. Τα δυο αυτά θεωρητικά πρότυπα καλούνται ν’ απαντήσουν σε μια πρωταρχική για κάθε κοινωνική επιστήμη ερώτηση. Η απάντηση της οποίας θα καθορίσει την οπτική γωνία κάτω από την οποία ο ερευνητής θα παρατηρήσει, θα συλλάβει και θα εξηγήσει το αντικείμενο της μελέτης του. Η ερώτηση διαμορφώνεται ως εξής: Πώς εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή μέσα στην κοινωνία;, πώς καθίσταται δυνατή η κοινωνική τάξη;

Ως προς το συναινετικό μοντέλο, η κοινωνία «χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα των δομών και την αρμονία των σχέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων. Υπάρχει εξισορρόπηση των συμφερόντων των διαφόρων ομάδων και κοινή αποδοχή ορισμένων αξιών, οι οποίες θεωρούνται θεμελιακές του κοινωνικού θεσμού. Στα πλαίσια μια τέτοιας κοινωνίας δεν υπάρχουν περιθώρια για εκδήλωση κοινωνικής σύγκρουσης»[1]. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η σύγκρουση σαν φαινομενολογική πραγματικότητα είναι κάτι το εντελώς άγνωστο και απραγματοποίητο. Είναι όμως εντελώς περιθωριακό φαινόμενο, το οποίο δεν αποτελεί δημιούργημα των κοινωνικών δομών αλλά προϊόν της ατομικής παθολογίας ή ελαττωματικής λειτουργίας των κοινωνικών μηχανισμών στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δηλαδή, με πιο απλά λόγια, η αντικοινωνική συμπεριφορά που επιδεικνύει ένα άτομο δεν έχει να κάνει με τους δομικούς πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται μια κοινωνία αλλά είναι απόρροια πιθανόν ψυχολογικών ή άλλων παθήσεων που μπορεί να διακατέχουν ένα άτομο. Άρα λοιπόν, η αντικοινωνική συμπεριφορά – εγκληματική πράξη ενός ατόμου – δεν έγκειται στις αντιθέσεις ή ανισότητες που συντελούνται σε μια κοινωνία.
Απ’ την άλλη πλευρά, το συγκρουσιακό μοντέλο, συγκριτικά με το συναινετικό, δίνει μια τελείως διαφορετική υφή όσον αφορά τη θεμελιακή κοινωνιολογική ερώτηση σχετικά με το πώς εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και η τάξη. Σημαντικό στοιχείο γι’ αυτό το πρότυπο είναι ο εξαναγκασμός. Κατά την αντίληψη αυτή «η κοινωνική δομή δεν είναι παρά η ιστορική καταγραφή των αποτελεσμάτων της νίκης ορισμένων ομάδων πάνω σ’ άλλες»[2]. Η κοινωνία χαρακτηρίζεται από αντίθεση συμφερόντων και ανομοιογένεια αξιών. Οι κυρίαρχες ομάδες επιβάλλουν τα συμφέροντα και τις αξίες τους και παγιώνουν την κυριαρχία τους με κανόνες δικαίου, οι οποίοι κατοχυρώνουν αυτά τα συμφέροντα και τις αξίες.

Σε περίπτωση ανατροπής αυτού του συσχετισμού δυνάμεων επέρχεται κοινωνική αλλαγή με διαμόρφωση νέων δομών και παγίωσή τους με νέους κανόνες δικαίου. Έτσι η «κοινωνική εξέλιξη είναι αποτέλεσμα της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ των αντιτιθεμένων κοινωνικών δυνάμεων»[3]. Μέσα από την πιο πάνω άποψη προκύπτει το εξής σημαντικό, ότι οι λόγοι που μπορεί να ωθήσουν ένα άτομο στο να προβεί σε εγκληματική πράξη δεν είναι παθολογικοί, όπως υποστηρίζει το συναινετικό πρότυπο, αλλά λόγοι κοινωνικών αντιθέσεων, που προκύπτουν από εκείνες τις ομάδες οι οποίες υπερισχύουν στα νευραλγικής σημασίας επίπεδα της κοινωνικής ζωής.

Άρα, εν αντιθέσει με το προηγούμενο μοντέλο, ένα άτομο μεταβάλλεται σε εγκληματία λόγω των κοινωνικών ανισορροπιών που υπάρχουν σε μια κοινωνία.

Ένας από τους τυπικούς εκπροσώπους του συγκρουσιακού μοντέλου θεωρείται «ο Karl Marx, αν και κοινωνικές αναλύσεις κάτω από το πρίσμα της κοινωνικής σύγκρουσης απαντώνται σε συγγραφείς πολύ προγενέστερούς του»[4].

Σύμφωνα με τον Ronald Huff ο οποίος «αναφέρει ότι ο πρώτος που έκανε συστηματική εφαρμογή της προοπτικής της κοινωνικής σύγκρουσης ήταν ο Ibn Khaldun, ένας Άραβας φιλόσοφος που έζησε το 14ο μ.Χ. αιώνα, αλλά και ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλλι εντάσσονται σ’ αυτή την προοπτική»[5].

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από την ιστορική καταγωγή αυτής της αντίληψης μεταξύ των θεμελιωτών της κοινωνικής σύγκρουσης παρατηρούνται τόσο σημαντικές διαφορές, ώστε να μην είναι δυνατό να μιλάει κανείς για ένα εκπρόσωπο μιας ενιαίας αντίληψης. Το μόνο κοινό σημείο που προκύπτει γύρω από τις διάφορες θεωρίες περί κοινωνικής σύγκρουσης είναι η σύγκρουση αυτή καθαυτή. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές τάσεις της «θεωρίας της κοινωνικής σύγκρουσης», οι οποίες ισχύουν και στο χώρο της «εγκληματολογίας».

Μια πρώτη τάση επικαλείται τον Μαρξ και τοποθετεί την κοινωνική σύγκρουση στην οικονομική υποδομή και στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Η σύγκρουση εδώ εκδηλώνεται ανάμεσα σε δυο κοινωνικές τάξεις, την κεφαλαιουχική και την εργατική, ενώ το συγκρουσιακό αντικείμενο το αποτελεί η διατήρηση ή ο μετασχηματισμός των υλικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Επομένως, με βάση αυτή την προοπτική, το έγκλημα είναι δημιουργία της ταξικής καπιταλιστικής κοινωνίας και των οικονομικών ανισοτήτων που επικρατούν σ’ αυτήν.

Ωστόσο, για τη «Μαρξιστική εγκληματολογία» η κοινωνική σύγκρουση δε χρησιμεύει απλώς ως έννοια-κλειδί στην εξήγηση του ποιες συμπεριφορές ορίζονται ως εγκληματικές αλλά συνιστά ως τον κύριο παράγοντα εγκληματογένεσης και μάλιστα το μοναδικό αίτιο παραγωγής του εγκλήματος. Άρα, για τους μαρξιστές εγκληματολόγους το έγκλημα είναι «παθολογικό» φαινόμενο «παθολογικών» κοινωνικών δομών.

Παράλληλα, οι μαρξιστές εγκληματολόγοι, προσεγγίζοντας το έγκλημα από τη νομική διάσταση δεν το ταυτίζουν με το νομικό του ορισμό αλλά δέχονται την πραγματικότητά του ανεξάρτητα από τον ποινικό νόμο. Πράγματι οι εκπρόσωποι της μαρξιστικής τάσης, συνεπείς με μια βασική σκέψη του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία «στην καπιταλιστική κοινωνία κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της άρχουσας τάξης»[6], θεωρούν ότι το δίκαιο και ο ποινικός νόμος εκφράζει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Συνεπώς, το έγκλημα όπως αυτό ορίζεται μέσα από τους νομικούς κανόνες δικαίου μιας καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι δημιούργημα των μηχανισμών αντίδρασης του κράτους, το οποίο είναι όργανο διαχείρισης και προώθησης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.

Ένας άλλος μαρξιστικός προσδιορισμός του εγκλήματος, εξίσου σημαντικός θα έλεγα, είναι αυτός των αδελφών Schwendinger, οι οποίες ορίζουν το έγκλημα «ως την πράξη που παραβιάζει τα πολιτικώς καθορισμένα δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα της ευπρεπούς διατροφής και στέγασης καθώς και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον αυτοπροσδιορισμό και αυτοδιάθεση»[7]. Με βάση αυτό τον ορισμό, ως εγκλήματα μπορούν να θεωρηθούν «ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός, ο σεξισμός, ο ρατσισμός, καθώς και άλλα συστήματα εκμετάλλευσης που συντελούν στην ανθρώπινη δυστυχία και στερούν τους ανθρώπους από τις πραγματικές τους ανθρώπινες δυνατότητες. Με τη λογική αυτής της τοποθέτησης, οδηγούμαστε στην ανάπτυξη μιας πράξης υπό τη μαρξιστική ιδιότητα, η οποία έχει ως απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία θα απαλειφθούν τα εγκλήματα, τα οποία είναι απότοκα των συμπεριφορών που ορίζονται σαν εγκληματικές από τον ποινικό νόμο. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της νέας κοινωνίας, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές που χαρακτηρίζονταν ως εγκληματικές και διώκονταν ποινικώς, πρέπει να αντικατασταθούν από άλλες που θα έχουν να κάνουν με παραβάσεις των πολιτικά καθορισμένων ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται από τους εκπροσώπους αυτής της τάσης. Εδώ όμως να σημειώσουμε ότι η εν λόγω εκπρόσωποι υποκύπτουν σε αντίφαση διότι· αφού το έγκλημα είναι παραγωγικό προϊόν των καπιταλιστικών δομών, η κατάλυση αυτών και η δημιουργία μιας αταξικής κοινωνίας θα πρέπει λογικά να οδηγήσει στην εξαφάνιση των μορφών εκμετάλλευσης, συνεπώς και του εγκλήματος. Αυτή, εξ άλλου, είναι και η θέση του Μαρξ, ο οποίος υποστηρίζει ότι με το πέρασμα στο στάδιο του κομουνισμού, θα καταργηθεί το κράτος, άρα και οι μηχανισμοί του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Επομένως, το πραγματικό έγκλημα που δέχονται οι εκπρόσωποι αυτής της τάσης δεν μπορεί να εκδηλωθεί παρά μόνο σε μια καπιταλιστική κοινωνία.

Στην αντίπερα όχθη όμως οι «Thorsten Sellin και Walter Miller, κύριοι θεμελιωτές της δεύτερης σχολής σκέψης»[8] έχουν τελείως διαφορετικές απόψεις από αυτές που υιοθετούν οι μαρξιστές εγκληματολόγοι, αφού τοποθετούν τη σύγκρουση που εκδηλώνεται στα πλαίσια του συγκρουσιακού κοινωνικού προτύπου, στο επίπεδο της πολιτισμικής δομής.

Κατά τον πρώτον, «το έγκλημα τις πλείστες φορές είναι αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης πολιτισμικών αξιών. Η οποία μπορεί να παραχθεί «είτε με τη μεταφύτευση πολιτισμικών προτύπων στα πλαίσια ενός άλλου πολιτισμού, π.χ. μετανάστευση, είτε με την επέκταση ενός δικαιικού συστήματος σε μια διάφορη πολιτισμική περιοχή, π.χ. αποικιοποίηση, προσθήκη εδαφών κ.λ.π. Είτε ακόμη και με την ανάπτυξη υποομάδων αντίθετων με το σύστημα αξιών που προστατεύει η ποινική νομοθεσία της κοινωνίας αυτής»[9].

Με τη θεωρία του αυτή ο Sellin αποδεικνύει, πρώτα και κύρια, ότι το έγκλημα δεν είναι από τη φύση του παθολογική συμπεριφορά, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει την πραγματικότητα της πολιτισμικής ανομοιογένειας που υπάρχει στις σύγχρονες κοινωνίες, με τις αξίες ορισμένων ομάδων να μη βρίσκονται κάτω από τη σκεπή του ποινικού νόμου – δικαίου. Οπόταν, με βάση τις απόψεις του Sellin, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έγκλημα δεν καθορίζεται από την ποιότητα της συμπεριφοράς αλλά από το χαρακτηρισμό που δίνουν στη συμπεριφορά αυτοί που έχουν τη σχετική εξουσία.

Πάνω σ’ αυτή την άποψη του Sellin θα ήθελα να θέσω υπό μορφή ερώτησης τον εξής προβληματισμό ο οποίος άπτεται της Μαρξιστικής λογικής που ανέφερα προηγούμενος (βλ. σελ.5) Άραγε αυτοί που έχουν τη σχετική εξουσία δε διαπράττουν εγκλήματα; Μήπως εγκληματίες θα ’πρεπε να χαρακτηρίζονται εκτός από άτομα και οργανισμοί, καθεστώτα ή κράτη που επιβάλλουν ή συντηρούν καταστάσεις, όπως είναι η εκμετάλλευση ανθρώπων από ανθρώπους, ο ρατσισμός και ο ιμπεριαλισμός........;

Ωστόσο, επανερχόμενοι πίσω στη θεωρητική μας διαδιακασία, θα δούμε ότι σε μια παρεμφερή προοπτική μ’ αυτή του Sellin, βρίσκεται και η ανάλυση του Miller, με τη μόνη διαφορά ότι ο εν λόγω θεωρητικός εστιάζει περισσότερο την προσοχή του στην εγκληματικότητα των κατώτερων κοινωνικοοικονομικών τάξεων, χωρίς βέβαια να αποκλίνει από την αρχική θέση αυτής της τάσης...

Επιγραμματικά να προσθέσουμε περισσότερο για σκοπούς συγγραφικής συνοχής ότι διαμέσου αυτής της σύντομης καταγραφής που προβάλαμε, έχουμε διατυπώσει μέχρι στιγμής την πρώτη τάση η οποία περιστρέφετο γύρω από τη Μαρξιστική αντίληψη. Στη συνέχεια προχωρήσαμε στις απόψεις του Sellin και Miller οι οποίες αποτελούσαν το δεύτερο σύστημα σκέψης. Ενώ τώρα, για να κλείσουμε αυτή την τριλογία των θεωριών μας, μένει να αναφερθούμε στην τρίτη και τελευταία τάση, η οποία, συγκριτικά με τις άλλες δυο, βλέπουμε να είναι πιο κοντά στη μαρξιστική θεωρία.

Κατ’ αρχάς, το τρίτο σύστημα σκέψης έχει τις ρίζες του στη σκέψη του Max Weber. Όπως είναι γνωστό, μερικές απόψεις του Weber σχετικά με την κοινωνική διαστρωμάτωση συμπίπτουν με τις απόψεις του Μαρξ μερικές όμως διαφοροποιούνται απ’ αυτές. Ο Weber αναγνωρίζει τη σημασία της ιδιοκτησίας στην ανάλυση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και συμφωνεί με το Μαρξ. Δεν αρκείται όμως σ’ αυτή τη μονοδιάστατη προσέγγιση και προσθέτει δυο ακόμα μεταβλητές, την εξουσία και το κύρος. Ιδιοκτησία, εξουσία και κύρος είναι εκείνες οι μεταβλητές που, κατά την άποψη του Weber, διαμορφώνουν τις κοινωνικές ιεραρχίες. Διαφορές ως προς την ιδιοκτησία δημιουργούν τις κοινωνικές τάξεις, διαφορές ως προς την εξουσία δημιουργούν τα πολιτικά κόμματα και τέλος διαφορές ως προς το κύρος οδηγούν στη δημιουργία ομάδων ή στρωμάτων κοινωνικής θέσης. Οπόταν, με βάση αυτή την προοπτική, η κοινωνική σύγκρουση παίρνει νέες διαστάσεις, σε σχέση με τον τρόπο που την έβλεπε ο Μαρξ.

«Πρώτον» σε ότι αφορά τα υποκείμενα της σύγκρουσης κατά τη μαρξιστική αντίληψη, η σύγκρουση είναι μεταξύ δυο τάξεων: της τάξης των αστών και της τάξης αυτών που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης των αστών (των προλεταρίων δηλ.). Εν αντιθέσει με την αντίληψη του Weber ο οποίος υποστηρίζει ότι υπάρχουν περιθώρια για σύγκρουση και μεταξύ πολλών άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Και «δεύτερον» σχετικά με το αντικείμενο της σύγκρουσης το οποίο κατά τη μαρξιστική αντίληψη περιορίζεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας, ενώ κατά την προοπτική του Weber, μπορεί να είναι και σχέσεις εξουσίας.

Ο Dahrendorf, ένας βεμπεριανός διανοούμενος, τόνισε ότι «η κοινωνική συνοχή δεν είναι απόρροια μιας καθολικής συναίνεσης αλλά συνέπεια της κυριαρχίας ορισμένων πάνω σε άλλους»[10].

Ο εν λόγω θεωρητικός, με την αναφορά του αυτή, προφανώς εννοεί ότι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των τάξεων είναι το κύρος και η εξουσία. Η βασική κοινωνική ανισότητα που προκύπτει μέσα από την κοινωνική δομή είναι η ανισότητα στην εξουσία και το καθοριστικό στοιχείο των τάξεων είναι η συμμετοχή ή ο αποκλεισμός τους από την εξουσία. Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι απλώς μια από τις διάφορες μορφές κύρους. Κατά συνέπεια, ο Dahrendorf τοποθετεί τη σύγκρουση στο πολιτικό και όχι στο οικονομικό επίπεδο.

Πάνω σ’ αυτή την πτυχή αξίζει επίσης να προστεθεί σύμφωνα με τους οπαδούς της Βεμπεριανής τάσης ότι «η εξήγηση του εγκλήματος υπό τη σκοπιά της σύγκρουσης σε επίπεδο σχέσεων εξουσίας έχει μεγαλύτερες προοπτικές εφαρμογής από εκείνες που επιτρέπει η εκδοχή της σύγκρουσης σε επίπεδο σχέσεων ιδιοκτησίας»[11]. Διότι, με την πρώτη εκδοχή, το έγκλημα υπάρχει σε κάθε κοινωνία ακόμα και σε μια σοσιαλιστική αταξική, αρκεί να υπάρχει πολιτική οργάνωση. Ενώ με τη δεύτερη, το έγκλημα δεν μπορεί να βρει εξήγηση στα πλαίσια μιας κοινωνίας που δεν υπάρχει ιδιοκτησία.

Έτσι, με τη Βεμπεριανή αντίληψη και την τρίτη τάση, ολοκληρώσαμε τον κύκλο των θεωρητικών μας αναφορών.

Ωστόσο πριν κλείσουμε αυτό τον κύκλο παρουσίασης μας θα ήθελα να κάνω ένα μικρό σχόλιο σχετικά με τις θεωρητικές τάσεις στις οποίες είχαμε αναφερθεί πιο πάνω. Συγκεκριμένα έχουμε αναφερθεί στην Μαρξιστική αντίληψη, στις απόψεις Sellin και Miller, και στη Βεμπεριανή σκεπτική. Σίγουρα ο καθένας από εμάς διαβάζοντας αυτές τις τοποθετήσεις με βάση το δικό του τρόπο σκέψης και αντίληψης θα συμμεριστεί ή όχι κάποια ή κάποιες από αυτές τις θεωρήσεις.

Έτσι μέσα στα πλαίσια αυτής της λογικής εγώ θα έλεγα σύμφωνα με τη δική μου κρίση ότι οι απόψεις «Thorsten Sellin» και «Walter Miller» (βλ. σελ.5-6) καθώς και η «Βεμπεριανή αντίληψη» (βλ. σελ.7-8) είναι πιο ολοκληρωμένες σαν θέσεις διότι κατά την προσωπική μου άποψη είναι πιο κοντά στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Επιπροσθέτως όμως, θα έλεγα ότι μέσω των στοιχείων που συγκροτούν την Μαρξιστική αντίληψη διαφαίνονται και αρκετά χαρακτηριστικά της περιόδου την οποία εξετάζουμε. Κυρίως όσο αναφορά τον κοινωνικό ιστό...

ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ

Ανδρέας Καπαρδής και Παναγιώτης Παπαδημήτρης
μια θεωρητική, κριτική αξιολόγηση


Ξεκινώντας από τον Ανδρέα Καπαρδή και το συγγραφικό του έργο («Κοινωνία, έγκλημα, και ποινική δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000») θα παρατηρήσουμε ότι προσεγγίζει το εγκληματικό ζήτημα προβάλλοντας μια πιο εκτεταμένη επιστημονική τεκμηρίωση. Αναλύει το έγκλημα και την εκδήλωση αυτού μέσα από το μικροσκόπιο των κοινωνικοοικονομικών δομών, ενώ ταυτοχρόνως διαμέσου των ερευνητικών ιστορικών τεκμηρίων που επισυνάπτει βοηθά έτσι ώστε να γίνει μια πιο εποικοδομητική και κατανοητή επεξήγηση των βασικών θεμελιωδών κοινωνιολογικών - εγκληματολογικών αρχών και θεωριών.

Ωστόσο ο εν λόγω θεωρητικός φαίνεται να μην υιοθετεί την άποψη του Ρ. Κατσαούνη η οποία έχει μαρξιστική χροιά και η οποία λέει ότι τα εγκληματικά στοιχεία που δρούσαν τότε εξέφραζαν την λαϊκή διαμαρτυρία μ’ ένα προπολιτικό τρόπο.

Ο Ανδρέας Καπαρδής έχοντας αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι από την στιγμή που η αποστολή ενός δήθεν «ευγενούς ληστή» περιλαμβάνει εγκληματικές ενέργειες όπως είναι η δολοφονία και η σεξουαλική κακοποίηση γυναικών μετατρέπεται αυτομάτως σε μια αποστολή εξυπηρέτησης των ατομικών βιοψυχικών του παθήσεων η οποία σε καμιά περίπτωση δεν αποσκοπεί στην αποτίναξη της καταπίεσης και της φτώχειας.
Ασχέτως αν τότε τα εν-δράση εγκληματικά στοιχεία ήταν ευρύτερα αποδεκτά από την πλειοψηφία της κοινωνίας...

Επομένως μπορεί ν’ εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Καπαρδής ανήκει στην ομάδα των εγκληματολόγων - κοινωνιολόγων οι οποίοι δεν συνδέουν την αντικοινωνική συμπεριφορά με τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να παρουσιάζουν οι κοινωνικές δομές στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, αλλά θεωρούν ότι η διάπραξη εγκληματικών ενεργειών είναι προϊόν της ατομικής παθολογίας...

Άρα λοιπόν ένα άτομο δεν τον μεταβάλει η κοινωνία σε εγκληματία...

Αυτό που μπορεί να συνδεθεί με τον κοινωνικό ιστό σε σχέση με την μαρξιστική αντίληψη είναι το σημείο του προβληματικού μεγέθους που μπορεί να εμφανίζεται στους κοινωνικούς μηχανισμούς οι οποίοι είναι οι άμεσα υπεύθυνοι για την ομαλότερη λειτουργία του κοινωνικού πλαισίου.

Έτσι, όπως αναφέρει και ο Καπαρδής, αν το πρόβλημα είναι αισθητά μεγάλο τότε ναι ερεθίζονται πολύ περισσότερο τα βιολογικά εγκληματικά χαρακτηριστικά των ατόμων που διακατέχονται από εγκληματικές προδιαθέσεις.

Αν το πρόβλημα είναι μικρότερο, συνεχίζουν πάραυτα να υπάρχουν τέτοιου είδους προσωπικότητες όμως εξαιτίας του σωστού κοινωνικού ελέγχου δεν αναπτύσσουν τόση έντονη εγκληματική δραστηριότητα.

Απ’ την άλλη ο Παναγιώτης Παπαδημήτρης μέσα από το συγγραφικό του έργο 1000 άγριοι φόνοι στην Κύπρο κάνει μια πιο εκτενή ιστορική καταγραφή των εγκληματικών γεγονότων της συγκεκριμένης περιόδου...

Δεν υπάρχει θεωρητική συζήτηση βασικών εγκληματολογικών - κοινωνιολογικών αρχών σε σχέση με τα ιστορικά ευρήματα. Επομένως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με πάσα βεβαιότητα ότι γέρνει προς τη μια ή την άλλη θεωρητική κατεύθυνση.

Παρά ταύτα όμως μέσα από την περιέντεχνη χρήση των ιστορικών στοιχείων μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ο εν λόγω συγγραφέας αγγίζει τη διάσταση του ζητήματος δια μέσου μιας επιφανειακής μαρξιστικής προσέγγισης. Αυτό εμπεριστατώνεται μέσα από δύο ενδεικτικά στοιχεία, θα έλεγα, τα οποία περιλαμβάνονται στο σύγγραμμα. Το πρώτο έχει να κάνει με την παράθεση των δημοτικών τραγουδιών που γράφονται τότε για τη δράση των παρανομούντων της εποχής ενώ το δεύτερο αφορά την ευρεία αποδοχή των εγκληματιών από τη μάζα των απλοϊκών χωρικών.

Οπόταν η χρήση του δημοτικού τραγουδιού από μέρους του Παπαδημήτρη καταδεικνύει στις πλείστες περιπτώσεις ότι οι σχετικοί ύμνοι γράφονταν με σκοπό να τιμήσουν αυτούς που εξέφραζαν την λαϊκή διαμαρτυρία...

Ενώ παράλληλα το στοιχείο της ευρύτατης αποδοχής που τύγχαναν οι εγκληματίες από τους απλοϊκούς χωρικούς καταδείκνυε ότι η μάζα των χωρικών ένιωθε κάποια σιγουριά προς το πρόσωπο των παρανομούντων. Τους θεωρούσαν δηλαδή ως τα πλέον ικανά άτομα τα οποία μπορούσαν ν’ αποτινάξουν την φτώχεια και την εκμετάλλευση που ταλάνιζε την τότε αγροτική κοινωνία.

Ωστόσο, όμως, όπως έχουμε προαναφέρει δεν μπορούμε να πούμε μετά σιγουριάς ότι ο Π. Παπαδημήτρης γέρνει προς τη Μαρξιστική σκεπτική διότι μελετώντας τα σχόλιά του γύρω από το εγκληματικό φαινόμενο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο δεν τεκμηριώνεται ξεκάθαρα η παράμετρος της αναζήτησης των αιτιών στις ταξικές σχέσεις.
[1] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα δυο αντίθετα θεωρητικά πρότυπα (σελ.31-32). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[2] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα δυο αντίθετα θεωρητικά πρότυπα (σελ.31-32). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[3] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Το συγκρουσιακό μοντέλο (σελ.32-34). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[4] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Το συγκρουσιακό μοντέλο (σελ.32-34). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[5] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Το συγκρουσιακό μοντέλο (σελ.34-36). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[6] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα τρία θεωρητικά μοντέλα (σελ.37-38). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[7] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα τρία θεωρητικά μοντέλα (σελ.38-40). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[8] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα τρία θεωρητικά μοντέλα (σελ.38-40). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[9] Αλεξιάδη Στέργιος. Ρεύματα και συστήματα σκέψης στο χώρο της εγκληματολογίας (σελ.31-32). Εγχειρίδιο εγκληματολογίας.
[10] Αλεξιάδη Στέργιος. Ρεύματα και συστήματα σκέψης στο χώρο της εγκληματολογίας (σελ.32-33). Εγχειρίδιο εγκληματολογίας.
[11] Αλεξιάδη Στέργιος. Ρεύματα και συστήματα σκέψης στο χώρο της εγκληματολογίας (σελ.33-34). Εγχειρίδιο εγκληματολογίας.

1 comment:

nicostrim said...

Γιώργο, ακλή δουλειά! Γιατί δεν την ανανεώνεις;
Νίκος