Monday, May 14, 2007

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και στα πρώτα χρόνια της Αγγλικής κατοχής το 1878 αυτό που συνέβαινε στην Κύπρο ήταν ένα όργιο εγκλημάτων. Τα ινία τότε κρατούσε η Πάφος. Με την Λεμεσό και Λευκωσία να ακολουθούν.

Κατά την περίοδο αυτή υπήρχε μεγάλη ένταση και έκταση του φαινομένου με αποτέλεσμα οι τότε αρμόδιες αστυνομικές αρχές παρόλα τα μέτρα που είχαν πάρει από τις οδηγίες των Άγγλων διοικητών να μην μπορούν να σταματήσουν τους φόνους. Είτε γιατί δεν είχαν τα μέσα για να πατάξουν τους φονιάδες και να διαλύσουν τις διάφορες συμμορίες τους. Είτε γιατί οι εγκληματίες που συνήθως ήταν τα πρωτοπαλίκαρα της περιοχής τύγχαναν βοήθειας από τους απλοϊκούς χωρικούς που φοβούνταν και δεν ήθελαν να τα βάλουν μαζί τους θέτοντας σε κίνδυνο και την ίδια τους την ζωή.

Ακόμα ήταν η εποχή που ο καθένας έπαιρνε το νόμο στα χέρια του και προτιμούσε να τιμωρεί ο ίδιος τον εγκληματία παρά να σπαταλά άδικα, άσκοπα, και αναποτελεσματικά τις ώρες του στα δικαστήρια όπου πολλές φορές με τις διαδικασίες που εφαρμόζονταν. Πίστευε ότι δεν μπορούσε να βρει το δίκαιο του, ενώ τα έξοδα για χρήση συνηγόρων υπεράσπισης ήταν πάρα πολλά.

Στο μεταξύ η εξουσία στην αστυνομία λόγω της τουρκικής κατοχής που προηγήθηκε συνέχιζε να βρίσκεται στα χέρια των Τούρκων. Οι οποίοι πολλές φορές είτε εξαγοράζονταν, είτε έδιναν έδαφος κάλυψης στους Τούρκους εγκληματίες οι οποίοι ήταν και πολύ πιο οργανωμένοι. Έτσι το έγκλημα σ’ ορισμένες περιπτώσεις έπαιρνε κάποια πολιτικοθρησκευτική κυρίως χροιά. Άρα λοιπόν ήταν φυσικό επακόλουθο όλες αυτές οι διακρίσεις και οι ατασθαλίες που συνέβαιναν στα ενδότερα του σώματος να δημιουργούσαν προβλήματα αμαυρώνοντας την εικόνα και το κύρος της αστυνομίας.

Πολλές εφημερίδες της περιόδου είχαν κατηγορήσει κατ’ επανάληψη την αστυνομία ως ασυντόνιστη, αποδυναμωμένη και ανίκανη να δράσει…..

Κατά την εν λόγω περίοδο πρέπει επίσης να τονισθεί ότι η ζωή γενικότερα παρουσιαζόταν ως σαν να μην είχε καμία αξία. Οι φονιάδες σκότωναν για μια σειρά από λόγους: Για μερικά ζώα, για λόγους τιμής, είτε ακόμα και για να βοηθήσουν κάποιο φίλο τους που ήθελε να εκδικηθεί ένα αντίπαλό του.

Πολλές φορές το αντίτιμο ήταν ένα απλό ευχαριστώ προς το δολοφόνο, μια εξυπηρέτηση που ήθελε απ’ αυτόν που παράγγελλε τη δολοφονία ή ακόμα και μια μικρή διασκέδαση μετά την εξαφάνιση του αντιπάλου.

Αργότερα όμως σαν μπήκαν στη μέση οι οργανωμένοι εγκληματίες και οι πληρωμένοι δολοφόνοι, η αφαίρεση μιας ζωής άρχισε να αποκτά κάποια αξία, με τους δολοφόνους να είναι πάντοτε έτοιμοι να εξετελέσουν το αιμοβόρο τους έργο.

Οι φόνοι τις πλείστες φορές αποτελούσαν κοινό μυστικό. Ο φονιάς ήταν σε πολλούς γνωστός, ιδιαίτερα στις μικρές κοινωνίες που γνώριζε ο ένας τον άλλο… Παραταύτα όμως πολύ σπάνια μιλούσε κάποιος στην αστυνομία. Κι αυτό διότι οι φονιάδες αλλά και οι οργανωμένοι εγκληματίες κατόρθωναν με τις διάφορες τρομοκρατικές μεθόδους που εφαρμόζαν να εκφοβίζουν και να εξουδετερώνουν εντελώς τους μάρτυρες. Έτσι ενώ ο κόσμος γνώριζε όλες τις λεπτομέρειες προτιμούσε να κρατά το στόμα του κλειστό.

Επιπλέον δεν ήσαν λίγες οι περιπτώσεις οπού αρκετοί εν δράσει εγκληματίες της περιόδου αυτής είχαν απαγάγει τις ομορφότερες νέες στις περιοχές δρούσαν. Και αφού τις βίαζαν και ικανοποιούσαν τις σεξουαλικές τους ορέξεις τις άφηναν ελεύθερες να επιστρέψουν ντροπιασμένες πια στις οικογένειές τους.

Ωστόσο υπήρχαν και περιπτώσεις όπου οι εγκληματίες έσπευδαν σε γάμους και αφού διασκέδαζαν κοιμούνταν υπερκαλυμμένοι από άλλους πάνοπλους φίλους και υποστηρικτές τους πρώτοι αυτοί με την νύφη, πριν κοιμηθεί μαζί της ο σύζυγος….

Το χειρότερο όμως ήταν ότι ο απλοϊκός και ανίσχυρος κόσμος όχι μόνο τους φοβόνταν και τους έδινε ότι του ζητούσαν αλλά τους σεβόταν και τους θαύμαζε μέχρι του σημείου που όταν περνούσαν από δίπλα του να προσηκόνεται σ’ αυτούς από σεβασμό ή φόβο.
Έτσι οι εγκληματίες καθίσταντο οι άνθρωποι που ρύθμιζαν τη ζωή και εφάρμοζαν τους δικούς τους νόμους. Αυτούς του παράνομου δικαίου…..

Σκοπός μας λοιπόν μέσα από την εμπεριστατωμένη έρευνα που θ’ ακολουθήσει, είναι να εξετάσουμε και συνάμα να επεξηγήσουμε αναλυτικά τόσο από κοινωνιολογικής όσο και από εγκληματολογικής πλευράς το εγκληματικό όργιο που συνέβαινε κατά την εν λόγω περίοδο στο νησί.

Friday, April 20, 2007

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Κεφάλαιο ΙΙ

Οι κοινωνικές δομές...

(β) Εισαγωγή



Μέσα από το κεφάλαιο αυτό επιδιώκεται αρχικά, διά μέσου μιας συνοπτικής προβολής, ο προσδιορισμός των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικράτησαν και συντελέστηκαν παροδικά στην Κύπρο από τα τέλη του 19ου μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα.

Στόχος αυτής της παρουσίασης είναι να ερευνήσουμε κατά πόσο οι κοινωνικο-οικονομικές – πολιτικές δομές που επικρατούσαν τότε στην αγροτική κοινωνία της Κύπρου συνέβαλαν ώστε να διευρυνθεί το φαινόμενο της ληστείας και γενικότερα της εγκληματικής παρανομίας στο νησί.

Επιπλέον, μέσω μιας αριθμητικής αλλά και θεωρητικής καταγραφής στοιχείων τα οποία καταδεικνύουν την ευρύτερη διάσταση του φαινομένου, επιχειρείται μια επιγραμματική αναφορά στο δείκτη εγκληματικότητας του νησιού.


ΕΝΟΤΗΤΑ Ι

Οι επικρατούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες,
η φύση του εγκλήματος και οι δομικές αλλαγές που
σημειώθηκαν σταδιακά στην κυπριακή κοινωνία.

Οι αρχές της ληστείας στην Κύπρο στα τέλη του 19ου αιώνα ανάγονταν κυρίως στις ιδιομορφίες της οθωμανικής διοίκησης του νησιού.

Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, ο κρατικός έλεγχος των αγροτικών περιοχών ήταν πολύ πρωτόγονος. Οι αγροτικές εξεγέρσεις, που αποτελούσαν ένα μόνιμο αλλά μη συνεχές γνώρισμα της Τουρκοκρατίας, στρέφονταν, κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά κατά της βαριάς φορολογίας. Πράγματι «ακόμη και ο κρατικός έλεγχος, πάνω στον ίδιο τον καταπιεστικό του μηχανισμό, ήταν αδύνατος[1]».

Οι ανταρσίες των στρατιωτικών φρουρών για καθυστερημένες πληρωμές ήταν συχνό φαινόμενο, πράγμα που οδηγούσε σε βίαιες λεηλασίες, σε αφαιρέσεις τίτλων στο σφετερισμό των αγροκτημάτων και στην ενσωμάτωσή τους σε μεγάλα τσιφλίκια, «ένα είδος αγροκαλλιέργειας κατακτητικού τύπου».[2]

Η παραγωγή στο μη ανεπτυγμένο αγροτικό τομέα οδηγείται σε καθίζηση, ενώ αυξάνει στον τομέα της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας. Οι καλά αρδευόμενες πεδινές περιοχές, που στην πλειοψηφία τους ελέγχονταν από τις μεγάλες ιδιοκτησίες και παρήγαγαν είδη πρώτης ανάγκης για εξαγωγή, συνυπήρχαν με τις ορεινές αυτοσυντήρητες κτηνοτροφίες, οι οποίες μόλις και μετά βίας ελέγχονταν από την κεντρική εξουσία. Ωστόσο, οι δυο τομείς χρειάζονταν ο ένας τον άλλο «εξ αιτίας του διευρυμένου αγραναπαυτικού συστήματος που ίσχυε τότε»[3]. Οι κτηνοτρόφοι έπρεπε να είχαν πρόσβαση στις πεδινές εκτάσεις που ήταν διαθέσιμες για βοσκή.

Η δημιουργία των τσιφλικιών και της τάξης των μεγάλων γαιοκτημόνων οδήγησε αναπόφευκτα στην εμφάνιση μεσαζόντων διαχειριστών και αγροφυλάκων. Αυτοί ενοικίαζαν μεγάλες εκτάσεις γης, τμήματα των οποίων χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι, και τα υπόλοιπα τα ενοικίαζαν στους αγρότες με βραχυπρόθεσμες συμφωνίες ή εφάρμοζαν το σύστημα του μοιράσματος της σοδειάς... Ο αγρότης μοίραζε τη σοδειά του μ’ αυτόν που του ενοικίαζε την έκταση (δηλαδή, το μεσάζοντα διαχειριστή).

Εξαιτίας λοιπόν «της ενδιάμεσης και κρίσιμης αυτής θέσης τους, τόσο οι γαιοκτήμονες όσο και οι αγρότες/κτηνοτρόφοι εξαρτώνταν απ’ αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι ήταν, επομένως, σε θέση να υποκινούν τους μεν εναντίον τους δε».[4] Οι επιστάτες που, συνήθως αλλά όχι αποκλειστικά, ήταν Τούρκοι επιτρεπόταν να οπλοφορούν ενώ στην αραιοκατοικημένη ύπαιθρο οι βίαιες πράξεις μπορούσαν εύκολα να διαπραχθούν και να συγκαλυφθούν, Η βία συνέβαλε, εξάλλου, να παραμένουν οι αγρότες εκφοβισμένοι και υπάκουοι.

Ποια ήταν, άραγε, η καταγωγή αυτών των επιστατών και αγροφυλάκων; Οι περισσότεροι προέρχονταν από οικογένειες κτηνοτρόφων που βρίσκονταν σε κοινωνική άνοδο. Η κτηνοτροφία, ως τρόπος ζωής, ενθάρρυνε την επιθετικότητα, ιδιαίτερα στην άκρως ανταγωνιστική αγροτική κοινωνία της Πάφου.

Ο «Καρεκλάς»[5] γράφει γι’ αυτή την περίοδο ότι «εκείνοι που είχαν κατσίκες, φοράδες ή αγελάδες ήταν οι πλουσιότεροι και επομένως τα εξέχοντα μέλη κάθε κοινότητας. Από τη ζωή που έκαναν στους λόφους ή στα ποτάμια από την παιδική τους ηλικία, μπορεί κανείς να αντιληφθεί το είδος του χαρακτήρα τους.

Ήταν οι χειρότεροι εγκληματίες και ως τέτοιοι οι ηγέτες του χωριού. Οι φιλήσυχοι άνθρωποι, που ήταν ελάχιστοι, δε λαμβάνονταν υπόψη»[6].

Ωστόσο, από τη στιγμή που «η Εκκλησία είχε χάσει το μονοπώλιο της είσπραξης των φόρων, βλέπουμε να δημιουργείται ένα κενό στην ύπαιθρο, το οποίο αναπληρώθηκε γρήγορα από τέτοιου είδους συμφέροντα που συχνά συνέπρατταν με εμπόρους των πόλεων»[7].

Η φορολογία των αγροτών, η τοκογλυφία, οι παράνομες εξαγωγές κατά μήκος της παραλίας, η ενοικίαση της γης, η αστυνόμευση των αγροτικών περιοχών, η εφαρμογή της βίας προς εκφοβισμό των χωρικών, η «προστασία» από τη λεηλασία έναντι κάποιας αμοιβής και η διάθεση των κλεμμένων προϊόντων ενίσχυαν το ένα το άλλο και κατέληγαν στην καθιέρωση ευρέων, προσωρινών και ρευστών συμμαχιών και δικτύων μέσα στα οποία συνενώνονταν τα κατάλληλα άτομα για τις κατάλληλες δουλειές.

Αυτό αποτελούσε ένα ρευστό κύκλωμα εξουσίας που αφορούσε συγκεκριμένες περιοχές. Οι συμμαχίες διαμορφώνονταν βάσει συγκεκριμένων καθηκόντων και σταθεροποιούνταν με το ιδίωμα της φιλίας, της εντιμότητας και της σκληραγωγίας.

Οι συγκρούσεις και οι διαπληκτισμοί μεταξύ των εμπλεκομένων, που κυρίως αφορούσαν τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων, αποτελούσαν πολύ συχνό φαινόμενο....

Ο Μ. Χ. Καρεκλάς, μέσα από τη μελέτη του, χαρακτήριζε τα εν λόγω άτομα ως εγκληματίες, παρόλο που ο όρος θα έπρεπε να έχει διαφορετική υφή «στην περίπτωση που οι επίσημοι νόμοι του κράτους δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν ή μπορούσαν να ανατραπούν εύκολα».[8] Ωστόσο, είναι πολύ προσεκτικός και δεν τους αποκαλεί παράνομους ή ληστές, παρά το ότι η ληστεία αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της διαδικασίας.

Επιπρόσθετα, το σύστημα «ενθάρρυνε το διφορούμενο, την ανάδυση τέτοιων ανθρώπων που ενεργούσαν ως κομβικά σημεία για τη συγκέντρωση πληροφοριών κλεμμένων αγαθών όλων των ειδών κ.λ.π. και οι οποίοι, ωστόσο, μπορούσαν να ασκούν τις απαραίτητες συγκαλυμμένες πιέσεις μέσω άλλων».[9]

Αυτοί οι άνθρωποι ήταν γνωστοί ως «bejek bashies, άτομα που, παρότι παρουσιάζονταν ως φιλήσυχοι στα χωριά υποκρινόμενοι ότι ήταν εναντίον του εγκλήματος, διέπρατταν αμέτρητα εγκλήματα....».[10] Ήταν οι πιο επικίνδυνοι εγκληματίες και οι αποδέκτες των λύτρων για την ανακάλυψη των κλεμμένων περιουσιών ή την επιστροφή ενός μέρους τους, στους ιδιοκτήτες.

Παρά ταύτα, όμως, αυτή η καθόλα υποανάπτυκτη και χαώδης κατάσταση που συνέβαινε στους κόλπους της Κυπριακής κοινωνίας αρχίζει σιγά-σιγά να βελτιώνεται, σταδιακά, και με την πάροδο των χρόνων.

Σύμφωνα με τον P. Loizo αρχίζουν να πραγματοποιούνται αξιοσημείωτα άλματα προόδου στον παράγοντα της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα στην παροχή της.

Ενδεικτικά στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν την πιο πάνω άποψη είναι αυτά της διδακτορικής διατριβής του δρα Κούρου, σχετικά με την εκπαίδευση στην Κύπρο, τα οποία χρησιμοποιεί ο P. Loizos στο συγκεκριμένο σύγγραμμά του ως αποδεικτικά.

Ο Δρ. Κούρος σημειώνει ότι «μια οθωμανική έρευνα του 1860 κατέγραψε 19 χριστιανικά σχολεία με 29 δασκάλους και 1179 μαθητές. Το 1878 υπήρχαν 83 χριστιανικά σχολεία και 65 για μουσουλμάνους. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο αριθμός των σχολείων διπλασιάστηκε και ο αριθμός των μαθητών έφτασε στις 14000 φτάνοντας στο αποκορύφωμα το 1939 και 1953 όπου οι εγγραφές στα δημοτικά σχολεία σημειώνουν αύξηση 40% και ο αριθμός των παιδιών στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης τριπλασιάστηκε».[11]

Μια άλλη, επίσης, σημαντική μεταρρυθμιστική αλλαγή που παρατηρείται ήταν αυτή της ραγδαίας μείωσης του ποσοστού των γεωργών οι οποίοι δεν άντεχαν άλλο την οικονομική καταπίεση που τους επιβαλλόταν πληρώνοντας φόρους για να καλλιεργήσουν ακόμα και τις δικές τους εκτάσεις... με αποτέλεσμα οι περισσότεροι ν’ αρχίσουν να στρέφονται προς τις πόλεις.

Ωστόσο, όσον αφορά τις σχέσεις των δυο φύλων και ειδικότερα του θεσμού του γάμου και της γυναίκας, ο P. Loizos μας παραπέμπει σε κάποιες σημαντικές χρονολογικές στιγμές οι οποίες μας υποδεικνύουν μια αυξανόμενη τάση του γυναικείου πληθυσμού, ειδικότερα «από το 31 και έπειτα, όπου 6117 γυναίκες ηλικίας μεταξύ 25-54 ήταν ανύπανδρες και μέχρι το 1946 αυτός ο αριθμός ανέβηκε στις 9464 σε σύγκριση με τη χρονική περίοδο του 1901 όπου υπήρχαν 778 γυναίκες για κάθε 1000 άντρες.

Σχετικά με τα αριθμητικά στοιχεία της δεύτερης χρονολογικής περιόδου θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, ναι ήταν φυσικό επακόλουθο εκτός από τα νόμιμα μέσα αρκετές γυναίκες να διεκδικούνται από πλευράς του ανδρικού πληθυσμού και με το ζόρι. Έτσι, αρκετές αναγκάζονταν να παντρευτούν σε σχετικά μικρή ηλικία. Ωστόσο πρέπει να υπογραμμιστεί εδώ ότι, εξαιτίας του μικρού αυτού αριθμού του γυναικείου πληθυσμού οι γυναίκες γίνονταν ετσιθελική βορά πέφτοντας συχνά θύματα σεξουαλικής κακοποίησης απ’ αυτούς οι οποίοι είχαν μέσα τους το κτήνος του εγκληματία βιαστή.

Ένα άλλο εξίσου σημαντικό θέμα που θίγει ο Loizos, το οποίο μέσα από την έρευνα του έδωσε οριστικά και εντυπωσιακά στοιχεία είναι αυτό της φύσης της εξουσίας και ιδιαίτερα της εξουσίας των γονιών, ειδικά των πατεράδων πάνω στα παιδιά τους και ειδικότερα πάνω στους γιους (αρσενική κουλτούρα).

Ο Loizos, σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα, αναφέρει ένα σχετικό παράδειγμα από το Αργάκι όπου «οι γηραιότεροι άντρες δούλευαν σαν ‘μισταρκοί’ (υπηρέτες για όλες τις δουλειές) όταν ήταν νέοι, για ορισμένους από τους μεγάλους (πλουσίους) γεωργούς του χωριού».[12] Σε μερικές περιπτώσεις ζούσαν στο σπίτι του εργοδότη τους που τους παρείχε διατροφή και συμφωνούσαν να εργάζονται για ένα χρόνο κάθε φορά. Το ασυνήθιστο στην όλη αυτή υπόθεση ήταν ο τρόπος πληρωμής. Δεν πληρώνονταν οι ίδιοι για την εργασία τους. Σε πολλές περιπτώσεις πληρώνονταν οι πατέρες τους, οι οποίοι διαχειρίζονταν στη συνέχεια τα χρήματα αυτά. Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση, διότι αυτό υποδηλώνει μια μάλλον δυνατή παρουσία πατρικής εξουσίας. Ο νεαρός δεν εθεωρείτο σαν ανεξάρτητο ή αυτόνομο πρόσωπο αλλά σαν προέκταση του πατέρα του που ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Ο πατέρας ήταν τουλάχιστον κατ’ όνομα αρχηγός της οικογένειάς του. Τα δικαιώματά του να διατάζει και να διαθέτει οικογενειακά κέρδη ήταν αδιαμφισβήτητα.

Αυτό το φαινόμενο ο Μεγάλος γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber το ονομάζει «πατριαρχική εξουσία» η οποία, χάρη στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και στην αλλαγή που επήλθε στο εκπαιδευτικό σύστημα, βλέπουμε να αρχίζει να εξαλείφεται.

Π.χ. ένας νεαρός που μπορούσε να διαβάσει εφημερίδα (ή μια κυβερνητική ανακοίνωση), ενώ ο πατέρας του δε μπορούσε. (Δε χρειαζόταν πια να θεωρεί τον εαυτό του αναγκαστικά υποδεέστερο σε όλα.) Επομένως ήταν φυσικό επακόλουθο ν’ αλλάξουν και οι σχέσεις που χαρακτήριζαν τα αφεντικά με τους υπηρέτες τους...

Έτσι καταληκτικά θα παρατηρήσουμε ότι όλες αυτές οι αλλαγές που συντελέστηκαν στην κοινωνική δομή της Κύπρου οδήγησαν σε μια αμφισβήτηση των διαφόρων μορφών παραδοσιακής εξουσίας που προϋπήρχε όταν οι Βρετανοί πρωτοήρθαν στο νησί, οι οποίοι εκτόπισαν τους Οθωμανούς και συνάμα ήρθαν σε αντιπαράθεση με την εκκλησία, ενώ παράλληλα οι πολιτικές ιδεολογίες του κουμουνισμού και του σοσιαλισμού είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους και άρχισαν να διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη πολιτική ανάπτυξη του νησιού.

Επομένως, ο λαός, όντας επηρεασμένος από αυτές τις αλλαγές, προσπαθεί να συμβιβαστεί ...

Άρα λοιπόν, και το έγκλημα ήταν ένα από τα κοινωνικά φαινόμενα που σαφέστατα επηρεάστηκε απ’ όλη αυτή τη μοντέρνα κατάσταση. Ιδιαίτερα ως προς τον τρόπο, τις μεθόδους και τα μέσα που χρησιμοποιούν πλέον οι εγκληματίες για να διαπράξουν μιαν εγκληματική πράξη.
ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ

Η συνολική διάσταση της παρανομίας
στο νησί

Οι δικαστικές στατιστικές για το 1879 δείχνουν σχετικά υψηλή εγκληματικότητα στο νησί. «Μόνο στην επαρχία Λεμεσού διαπράχθηκαν πέντε φόνοι και έντεκα απόπειρες φόνου, 20 βιασμοί και προσβολές κατά της τιμής, τέσσερις απαγωγές, 21 υποθέσεις εμπρησμού και τέλος 32 υποθέσεις παράνομης αποκοπής δεντρών σε προστατευόμενες δασικές περιοχές. Το ίδιο έτος στα δικαστήρια εκδικάστηκαν 941 αγωγές για χρέη»[13].

Δυστυχώς, όμως, η κατάσταση αυτή όπως θα δούμε και στη συνέχεια, χρόνο με το χρόνο χειροτερεύει ολοένα και περισσότερο.

Επιπροσθέτως πρέπει να πούμε ότι ενώ από τη μια πλευρά θα περίμενε κανείς η εγκληματικοποίηση συγκεκριμένων συμπεριφορών να αυξήσει τον αριθμό των καταγγελλομένων στην αστυνομία παραβάσεων, από την άλλη θα ήταν αδύνατο να ερμηνευτούν οι διακυμάνσεις του αριθμού των προσώπων που καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια για συγκεκριμένες νέες παραβάσεις.

Παραδείγματος χάριν το «1893, υπήρξε μια μείωση του αριθμού των προσώπων που καταδικάστηκαν από τα πρωτοβάθμια δικαστήρια για φθορά ξένης ιδιοκτησίας από πρόθεση έναντι του προηγούμενου έτους από 63 σε 19»[14]. Ο λόγος ήταν ότι οι προβλεπόμενες ποινές από τον τότε ισχύοντα νόμο ίσως να αποθάρρυναν τους εμπλεκομένους να εμφανισθούν στα δικαστήρια ή τους μάρτυρες τους να καταθέσουν εξαιτίας του φόβου που έκρυβε η αυστηρότητα του νόμου αυτού.

Ωστόσο θα παρατηρήσουμε γενικότερα ότι το ποσοστό της εγκληματικότητας διέφερε από περίοδο σε περίοδο και από επαρχία σε επαρχία, για τους εξής λόγους: Πρώτον λόγω των ανομβριών που επιδείνωσαν την οικονομική δυστυχία δεδομένου ότι ο πληθυσμός έπρεπε να αντιμετωπίσει ακόμα τους πιεστικούς φόρους... Δεύτερον λόγω της ύπαρξης οργανωμένων συμμοριών (εξειδικευμένων στις ζωοκλοπές και όχι μόνο...) και τρίτον λόγο της μη αποτελεσματικής αστυνόμευσης συγκεκριμένων περιοχών.

Η Πάφος για παράδειγμα είχε μεγαλύτερο ποσοστό ανθρωποκτονιών εκ προθέσεως και ληστειών από τη Λεμεσό το 1879.

Ο Επαρχιακός Λειτουργός της Πάφου σε ετήσια έκθεσή του είχε αναφέρει «ότι το καλοκαίρι του 1878 η Πόλις Χρυσοχούς, περιοχή καθόλου προσιτή στην αστυνομία, υπέφερε κυρίως από κλοπές προβάτων και ληστείες»[15]. Οι κλοπές προβάτων αφθονούσαν επίσης και στην Αμμόχωστο.

Πράγματι, όπως δήλωνε «στην ετήσια έκθεσή του για το 1881 ο Αρχηγός της Αστυνομίας, η κλοπή προβάτων ήταν το πιο κοινό έγκλημα κατά της περιουσίας»[16].

Κατά τον κύριο «Ongly, τον επικεφαλής αξιωματικό της αστυνομικής δύναμης που στάθμευε στο χωριό Κελοκέδαρα στην περιφέρεια της Πάφου, σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης του υψηλού ποσοστού εγκληματικότητας στην αγροτική Πάφο, η ζωοκλοπή (κυρίως προβάτων) δεν εθεωρείτο έγκλημα, αλλά κάποιου είδους λαθροθηρία, σαν ένα ακόμα έθιμο των κατοίκων»[17].

Παραταύτα η ζωοκλοπή συνέχισε να απασχολεί τις αρχές ... Έτσι οι Βρετανοί στην προσπάθειά τους να μειώσουν τον αριθμό των ζωοκλοπών επέβαλαν βαρύτερες ποινικές κυρώσεις (π.χ. διεύρυναν τις περιόδους φυλάκισης). Κατ’ αυτό τον τρόπο, όμως, παρείχαν στους παραβάτες κίνητρο προς εκφοβισμό των μαρτύρων, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παραπομπή τους λόγω έλλειψης επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.

Αυτή η εξέλιξη εξηγεί, εν μέρει, το γεγονός ότι από το σύνολο των υποθέσεων που καταγγέλθηκαν στην αστυνομία και τα δικαστήρια κατά την περίοδο «1885-1889, το 40,5% οδηγήθηκε σε απαλλαγή επειδή ο καταγγέλων δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο ή δεν επιθυμούσε τη συνέχιση της ποινικής δίωξης, το 21,2% αποτελούσαν απαλλακτικές αποφάσεις για διάφορους άλλους λόγους, το 24,3% αποτελούσαν καταδίκες με συνοπτικές διαδικασίες και το 10,4% παραπέμφθηκαν σε δίκη»[18].

Επιπλέον, όπως έχουμε αναφέρει και προηγουμένως, το «πρόβλημα της εγκληματικότητας» παρουσιαζόταν εντονότερο κυρίως στις αγροτικές περιοχές...

Σε αναφορά του στον Υπουργό Αποικιών το 1891, ο Ύπατος Αρμοστής Sir Henry Bulver, είχε τονίσει ότι η παρανομία και οι εγκληματικές δραστηριότητες θα εντείνονταν ακόμα περισσότερο αν συνέχιζε να υπάρχει έλλειψη επαρκούς αστυνόμευσης στην ύπαιθρο.

Ο Sir Bulver είχε επισημάνει επίσης ότι «οι ηλικιωμένοι και οι άρχοντες του χωριού δεν ασκούν πλέον σημαντική επιρροή σε όσους ωδεύουν προς την αναρχία και την παράνομη συμπεριφορά»[19].

Ωστόσο, αυτή η κοινωνική δυσαρέσκεια στα χωριά που αναφέρει ο Ύπατος Αρμοστής, περιγράφεται και στη μελέτη που εξέδωσε ο «Ρ. Κατσαούνης»[20] το 1996 διαμέσου της οποίας τόνιζε ότι ο βανδαλισμός κατά της ιδιοκτησίας «ιερών και τίμιων οικογενειαρχών» ήταν ευρέως διαδεδομένος και ότι στην πραγματικότητα η έννομη τάξη είχε καταργηθεί στις αγροτικές περιοχές.

Σύμφωνα λοιπόν με τις εκτιμήσεις του Henry Bulvier, οι ένοχοι για τις πράξεις βανδαλισμού στις αγροτικές περιοχές ήσαν «εκείνα τα μέλη της κοινότητας τα οποία θα υπάγονταν σ’ αυτό που ονομάζεται εγκληματικό τμήμα του συνολικού πληθυσμού σε κάθε κοινωνία».
Δυστυχώς, όμως, η πλειοψηφία αυτού του εγκληματικού τμήματος δρούσε ανενόχλητη και με μεγάλη ευκολία. Ενώ όπως έχουμε επισημάνει και πιο πάνω, μόνο ένας μικρός αριθμός απ’ αυτούς προσήρχετο ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών.

Παραδείγματος χάριν, ανάμεσα «στον Απρίλιο του 1885 και τον Οκτώβριο του 1892 σε σύνολο 207 ανθρωποκτονιών αντιστοιχούσαν μόνο 41 καταδίκες (ποσοστό 20%)»[21]. Στην έκθεσή του για το 1888, ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρατηρεί ότι το έγκλημα στην Κύπρο ήταν γενικά τρεις φορές πιο διαδεδομένο, οι δολοφόνοι δεκαπλάσιοι και οι ανθρωποκτονίες εξαπλάσιες από την Αγγλία. Αυτή τη διαφορά την απέδιδε στο γεγονός ότι η Αγγλία ήταν σημαντικά πιο προοδευμένη πολιτισμικά και μορφωτικά από την Κύπρο. Είναι ενδιαφέρον ότι ο πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρούσε απαραίτητο να επισημάνει ότι ενώ σχεδόν σε κάθε χώρα οι βρεφοκτονίες αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος των ανθρωποκτονιών, στην Κύπρο ήταν σχεδόν άγνωστες. Το μεγάλο ενδιαφέρον για την υπεροχή της ανθρωποκτονίας / απόπειρας ανθρωποκτονίας και γενικά της βίας «ήταν δικαιολογημένο καθώς η αναλογία ανθρωποκτονιών προς τα τέλη του 19ου αιώνα κυμαινόταν ανάμεσα στο 10 και 17 ανά 100.000 πληθυσμού. Κατά τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1891, για παράδειγμα, σημειώθηκαν 32 φόνοι και απόπειρες φόνου σε ένα πληθυσμό περίπου 187.000 στην Κύπρο, η αναλογία ήταν κατά προσέγγιση 15 ανά 100.000 πληθυσμού»[22].

Εδώ θα μπορούσαμε να προτείνουμε ένα αριθμό εύλογων αν και όχι πλήρων αιτιολογήσεων του υψηλού ποσοστού ανθρωποκτονιών... όπως:
η ισχυρή αίσθηση προσωπικής και οικογενειακής τιμής
το γεγονός ότι, κατά παράδοση, όλοι σχεδόν οι άντρες έφεραν μαχαίρι και πολλοί είχαν πυροβόλο όπλο
ο ρόλος του σκληρού άνδρα
υπερκατανάλωση οινοπνεύματος σε γάμους και θρησκευτικές εορτές
ο μη στιγματισμός των πρώην κρατούμενων
η χρόνια έλλειψη νερού, η οποία προκαλούσε συχνές προστριβές για την άρδευση ανάμεσα στους κατοίκους των αγροτικών περιοχών και
ο ανεπαρκής αριθμός δημοτικών σχολείων.

Παράλληλα, η κυβέρνηση στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει το έγκλημα στην επαρχία το 1890 ενοικίασε σπίτια σε χωριά απ’ όλη την Κύπρο με σκοπό να στεγάσει αγροτικά αστυνομικά τμήματα. Πιο συγκεκριμένα τα παρακάτω αγροτικά αστυνομικά τμήματα ιδρύθηκαν «στις έξι επαρχίες: Λεμεσού, Πάφου, Λευκωσίας, Κυρήνειας, Αμμοχώστου και Λάρνακας»[23].

Παραταύτα, όμως, οι αρμόδιες διοικούσες αρχές πάλι δεν κατάφεραν να θέσουν υπό τον πλήρη έλεγχο, τους παρανομούντες με αποτέλεσμα τα σοβαρά και βίαια εγκλήματα να συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς ...


[1] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 86). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993
[2] Cassia Paul Sant «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 87). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[3] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 87). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
* Αγραναπαυτικό σύστημα: Η διοίκηση της καλλιέργειας για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
[4] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 88). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[5] Ο Μ. Χ. Καρεκλάς διετέλεσε διοικητής της Αστυνομίας Πάφου επί Αγγλοκρατίας. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1937 για την ακρίβεια, είχε εκδώσει μια μελέτη μέσα από την οποία έδινε μια σαφή εικόνα του εγκληματικού οργίου που επικρατούσε τότε στην επαρχία Πάφου και στα χωριά της επαρχίας Λεμεσού.
[6] Παπαδημήτρης Π. Τα Χασαμπουλιά (σελ. 57) 1000 άγριοι φόνοι στην Κύπρο.
[7] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 88). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[8] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 89). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.

[9] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 90). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[10] Cassia Paul Sant. «Η κοινωινική ληστεία στην Κύπρο τον 19ον αιώνα». (σελ. 90). « Ανθρωπολογία και παρελθόν».Παπαταξιάρχη – παραδέλη , Εκδ. Αλεξάνδρεια ,1993.
[11] Loizos P. Αλλαγές στη δομή της κοινωνίας (σελ. 43) Reader.
[12] Loizos P. Αλλαγές στη δομή της κοινωνίας (σελ. 45-46) Reader.
[13] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 97). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[14] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 99). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[15] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 99). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[16] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 99). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[17] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί (σελ. 100). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[18] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 101). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[19] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 103). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[20] Κύπριος ιστορικός ερευνητής.
[21] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 104). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[22] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 106). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.
[23] Καπαρδής Α. Το επίπεδο της εγκληματικότητας στο νησί, Ενότητα β΄ (σελ. 110). Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική Δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Κεφάλαιο Ι

Θεωρητικές προσεγγίσεις.

(α) Εισαγωγή

Σ’ αυτό το μέρος της εργασίας μας επιδιώκεται πρώτα και κύρια η ανάλυση και η ερμηνεία κειμένων τα οποία έχουν ως στόχο το θεωρητικό προσανατολισμό γύρω από ζητήματα που αφορούν γενικότερα την εκδήλωση και την κατασκευή του εγκληματικού φαινομένου εντός του κοινωνικού πλαισίου.

Επομένως για τον σκοπό αυτό έχουν επιλεγεί για ερμηνευτική ανάλυση τα ακόλουθα κείμενα: (α) Η συναίνεση έναντι σύγκρουσης τα δυο αντιτιθέμενα θεωρητικά πρότυπα (β) Ρεύματα και συστήματα σκέψης στο χώρο της εγκληματολογικής επιστήμης και (γ) Η αιτιολογική προσέγγιση του εγκλήματος. Και τα τρία κείμενα να υπογραμμίσουμε, περιστρέφονται γύρω από τις κοινωνικοεπιστημονικές προσεγγίσεις σπουδαίων θεωρητικών της προηγούμενης και σύγχρονης εποχής. Οι θεωρήσεις αυτές συζητούν η κάθε μια από τη δική της σχολή σκέψης, τον τρόπο σύλληψης της φύσης του εγκλήματος.

Ακολούθως, σε συνάρτηση μ’ αυτές τις θεωρητικές παραμέτρους, επιχειρείται μια κριτική αξιολόγηση των πηγών, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για την ευρύτερη ιστορικοκοινωνική βυθομέτρηση. Ενώ ταυτοχρόνως θα αποτελέσουν και τη βάση πάνω στην οποία θα δομηθεί η περαιτέρω ανάλυση που θα προκύψει στα επόμενα κεφάλαια*.

_______________________________
* Συγκεκριμένα αναφερόμαστε στα εξής συγγράμματα: (α) 1000 άγριοι φόνοι στην Κύπρο, Τόμος Α΄ και Β΄ του Παναγιώτη Παπαδημήτρη και (β) Κοινωνία, Έγκλημα και Ποινική δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000 του Ανδρέα Καπαρδή.


ΕΝΟΤΗΤΑ Ι

Κοινωνική σύγκρουση – Θεωρητικά μοντέλα
και συστήματα σκέψης

Στις κοινωνικές επιστήμες η προσέγγιση των διαφόρων κοινωνικών δομών και η εξήγηση αυτών μπορούν να γίνουν βλέποντας τα πράγματα κάτω από τη σκοπιά, είτε ενός συναινετικού ή λειτουργικού κοινωνικού προτύπου, είτε ενός συγκρουσιακού ή διαλεκτικού. Τα δυο αυτά θεωρητικά πρότυπα καλούνται ν’ απαντήσουν σε μια πρωταρχική για κάθε κοινωνική επιστήμη ερώτηση. Η απάντηση της οποίας θα καθορίσει την οπτική γωνία κάτω από την οποία ο ερευνητής θα παρατηρήσει, θα συλλάβει και θα εξηγήσει το αντικείμενο της μελέτης του. Η ερώτηση διαμορφώνεται ως εξής: Πώς εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή μέσα στην κοινωνία;, πώς καθίσταται δυνατή η κοινωνική τάξη;

Ως προς το συναινετικό μοντέλο, η κοινωνία «χαρακτηρίζεται από τη σταθερότητα των δομών και την αρμονία των σχέσεων μεταξύ ατόμων και ομάδων. Υπάρχει εξισορρόπηση των συμφερόντων των διαφόρων ομάδων και κοινή αποδοχή ορισμένων αξιών, οι οποίες θεωρούνται θεμελιακές του κοινωνικού θεσμού. Στα πλαίσια μια τέτοιας κοινωνίας δεν υπάρχουν περιθώρια για εκδήλωση κοινωνικής σύγκρουσης»[1]. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η σύγκρουση σαν φαινομενολογική πραγματικότητα είναι κάτι το εντελώς άγνωστο και απραγματοποίητο. Είναι όμως εντελώς περιθωριακό φαινόμενο, το οποίο δεν αποτελεί δημιούργημα των κοινωνικών δομών αλλά προϊόν της ατομικής παθολογίας ή ελαττωματικής λειτουργίας των κοινωνικών μηχανισμών στη συγκεκριμένη περίπτωση. Δηλαδή, με πιο απλά λόγια, η αντικοινωνική συμπεριφορά που επιδεικνύει ένα άτομο δεν έχει να κάνει με τους δομικούς πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται μια κοινωνία αλλά είναι απόρροια πιθανόν ψυχολογικών ή άλλων παθήσεων που μπορεί να διακατέχουν ένα άτομο. Άρα λοιπόν, η αντικοινωνική συμπεριφορά – εγκληματική πράξη ενός ατόμου – δεν έγκειται στις αντιθέσεις ή ανισότητες που συντελούνται σε μια κοινωνία.
Απ’ την άλλη πλευρά, το συγκρουσιακό μοντέλο, συγκριτικά με το συναινετικό, δίνει μια τελείως διαφορετική υφή όσον αφορά τη θεμελιακή κοινωνιολογική ερώτηση σχετικά με το πώς εξασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και η τάξη. Σημαντικό στοιχείο γι’ αυτό το πρότυπο είναι ο εξαναγκασμός. Κατά την αντίληψη αυτή «η κοινωνική δομή δεν είναι παρά η ιστορική καταγραφή των αποτελεσμάτων της νίκης ορισμένων ομάδων πάνω σ’ άλλες»[2]. Η κοινωνία χαρακτηρίζεται από αντίθεση συμφερόντων και ανομοιογένεια αξιών. Οι κυρίαρχες ομάδες επιβάλλουν τα συμφέροντα και τις αξίες τους και παγιώνουν την κυριαρχία τους με κανόνες δικαίου, οι οποίοι κατοχυρώνουν αυτά τα συμφέροντα και τις αξίες.

Σε περίπτωση ανατροπής αυτού του συσχετισμού δυνάμεων επέρχεται κοινωνική αλλαγή με διαμόρφωση νέων δομών και παγίωσή τους με νέους κανόνες δικαίου. Έτσι η «κοινωνική εξέλιξη είναι αποτέλεσμα της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ των αντιτιθεμένων κοινωνικών δυνάμεων»[3]. Μέσα από την πιο πάνω άποψη προκύπτει το εξής σημαντικό, ότι οι λόγοι που μπορεί να ωθήσουν ένα άτομο στο να προβεί σε εγκληματική πράξη δεν είναι παθολογικοί, όπως υποστηρίζει το συναινετικό πρότυπο, αλλά λόγοι κοινωνικών αντιθέσεων, που προκύπτουν από εκείνες τις ομάδες οι οποίες υπερισχύουν στα νευραλγικής σημασίας επίπεδα της κοινωνικής ζωής.

Άρα, εν αντιθέσει με το προηγούμενο μοντέλο, ένα άτομο μεταβάλλεται σε εγκληματία λόγω των κοινωνικών ανισορροπιών που υπάρχουν σε μια κοινωνία.

Ένας από τους τυπικούς εκπροσώπους του συγκρουσιακού μοντέλου θεωρείται «ο Karl Marx, αν και κοινωνικές αναλύσεις κάτω από το πρίσμα της κοινωνικής σύγκρουσης απαντώνται σε συγγραφείς πολύ προγενέστερούς του»[4].

Σύμφωνα με τον Ronald Huff ο οποίος «αναφέρει ότι ο πρώτος που έκανε συστηματική εφαρμογή της προοπτικής της κοινωνικής σύγκρουσης ήταν ο Ibn Khaldun, ένας Άραβας φιλόσοφος που έζησε το 14ο μ.Χ. αιώνα, αλλά και ο Ηγεμόνας του Μακιαβέλλι εντάσσονται σ’ αυτή την προοπτική»[5].

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί ότι πέρα από την ιστορική καταγωγή αυτής της αντίληψης μεταξύ των θεμελιωτών της κοινωνικής σύγκρουσης παρατηρούνται τόσο σημαντικές διαφορές, ώστε να μην είναι δυνατό να μιλάει κανείς για ένα εκπρόσωπο μιας ενιαίας αντίληψης. Το μόνο κοινό σημείο που προκύπτει γύρω από τις διάφορες θεωρίες περί κοινωνικής σύγκρουσης είναι η σύγκρουση αυτή καθαυτή. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές τάσεις της «θεωρίας της κοινωνικής σύγκρουσης», οι οποίες ισχύουν και στο χώρο της «εγκληματολογίας».

Μια πρώτη τάση επικαλείται τον Μαρξ και τοποθετεί την κοινωνική σύγκρουση στην οικονομική υποδομή και στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Η σύγκρουση εδώ εκδηλώνεται ανάμεσα σε δυο κοινωνικές τάξεις, την κεφαλαιουχική και την εργατική, ενώ το συγκρουσιακό αντικείμενο το αποτελεί η διατήρηση ή ο μετασχηματισμός των υλικών σχέσεων ιδιοκτησίας. Επομένως, με βάση αυτή την προοπτική, το έγκλημα είναι δημιουργία της ταξικής καπιταλιστικής κοινωνίας και των οικονομικών ανισοτήτων που επικρατούν σ’ αυτήν.

Ωστόσο, για τη «Μαρξιστική εγκληματολογία» η κοινωνική σύγκρουση δε χρησιμεύει απλώς ως έννοια-κλειδί στην εξήγηση του ποιες συμπεριφορές ορίζονται ως εγκληματικές αλλά συνιστά ως τον κύριο παράγοντα εγκληματογένεσης και μάλιστα το μοναδικό αίτιο παραγωγής του εγκλήματος. Άρα, για τους μαρξιστές εγκληματολόγους το έγκλημα είναι «παθολογικό» φαινόμενο «παθολογικών» κοινωνικών δομών.

Παράλληλα, οι μαρξιστές εγκληματολόγοι, προσεγγίζοντας το έγκλημα από τη νομική διάσταση δεν το ταυτίζουν με το νομικό του ορισμό αλλά δέχονται την πραγματικότητά του ανεξάρτητα από τον ποινικό νόμο. Πράγματι οι εκπρόσωποι της μαρξιστικής τάσης, συνεπείς με μια βασική σκέψη του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία «στην καπιταλιστική κοινωνία κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες της άρχουσας τάξης»[6], θεωρούν ότι το δίκαιο και ο ποινικός νόμος εκφράζει τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Συνεπώς, το έγκλημα όπως αυτό ορίζεται μέσα από τους νομικούς κανόνες δικαίου μιας καπιταλιστικής κοινωνίας, είναι δημιούργημα των μηχανισμών αντίδρασης του κράτους, το οποίο είναι όργανο διαχείρισης και προώθησης των συμφερόντων της άρχουσας τάξης.

Ένας άλλος μαρξιστικός προσδιορισμός του εγκλήματος, εξίσου σημαντικός θα έλεγα, είναι αυτός των αδελφών Schwendinger, οι οποίες ορίζουν το έγκλημα «ως την πράξη που παραβιάζει τα πολιτικώς καθορισμένα δικαιώματα, όπως είναι το δικαίωμα της ευπρεπούς διατροφής και στέγασης καθώς και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον αυτοπροσδιορισμό και αυτοδιάθεση»[7]. Με βάση αυτό τον ορισμό, ως εγκλήματα μπορούν να θεωρηθούν «ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός, ο σεξισμός, ο ρατσισμός, καθώς και άλλα συστήματα εκμετάλλευσης που συντελούν στην ανθρώπινη δυστυχία και στερούν τους ανθρώπους από τις πραγματικές τους ανθρώπινες δυνατότητες. Με τη λογική αυτής της τοποθέτησης, οδηγούμαστε στην ανάπτυξη μιας πράξης υπό τη μαρξιστική ιδιότητα, η οποία έχει ως απώτερο στόχο τη δημιουργία μιας κοινωνίας στην οποία θα απαλειφθούν τα εγκλήματα, τα οποία είναι απότοκα των συμπεριφορών που ορίζονται σαν εγκληματικές από τον ποινικό νόμο. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της νέας κοινωνίας, οι αντικοινωνικές συμπεριφορές που χαρακτηρίζονταν ως εγκληματικές και διώκονταν ποινικώς, πρέπει να αντικατασταθούν από άλλες που θα έχουν να κάνουν με παραβάσεις των πολιτικά καθορισμένων ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται από τους εκπροσώπους αυτής της τάσης. Εδώ όμως να σημειώσουμε ότι η εν λόγω εκπρόσωποι υποκύπτουν σε αντίφαση διότι· αφού το έγκλημα είναι παραγωγικό προϊόν των καπιταλιστικών δομών, η κατάλυση αυτών και η δημιουργία μιας αταξικής κοινωνίας θα πρέπει λογικά να οδηγήσει στην εξαφάνιση των μορφών εκμετάλλευσης, συνεπώς και του εγκλήματος. Αυτή, εξ άλλου, είναι και η θέση του Μαρξ, ο οποίος υποστηρίζει ότι με το πέρασμα στο στάδιο του κομουνισμού, θα καταργηθεί το κράτος, άρα και οι μηχανισμοί του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Επομένως, το πραγματικό έγκλημα που δέχονται οι εκπρόσωποι αυτής της τάσης δεν μπορεί να εκδηλωθεί παρά μόνο σε μια καπιταλιστική κοινωνία.

Στην αντίπερα όχθη όμως οι «Thorsten Sellin και Walter Miller, κύριοι θεμελιωτές της δεύτερης σχολής σκέψης»[8] έχουν τελείως διαφορετικές απόψεις από αυτές που υιοθετούν οι μαρξιστές εγκληματολόγοι, αφού τοποθετούν τη σύγκρουση που εκδηλώνεται στα πλαίσια του συγκρουσιακού κοινωνικού προτύπου, στο επίπεδο της πολιτισμικής δομής.

Κατά τον πρώτον, «το έγκλημα τις πλείστες φορές είναι αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης πολιτισμικών αξιών. Η οποία μπορεί να παραχθεί «είτε με τη μεταφύτευση πολιτισμικών προτύπων στα πλαίσια ενός άλλου πολιτισμού, π.χ. μετανάστευση, είτε με την επέκταση ενός δικαιικού συστήματος σε μια διάφορη πολιτισμική περιοχή, π.χ. αποικιοποίηση, προσθήκη εδαφών κ.λ.π. Είτε ακόμη και με την ανάπτυξη υποομάδων αντίθετων με το σύστημα αξιών που προστατεύει η ποινική νομοθεσία της κοινωνίας αυτής»[9].

Με τη θεωρία του αυτή ο Sellin αποδεικνύει, πρώτα και κύρια, ότι το έγκλημα δεν είναι από τη φύση του παθολογική συμπεριφορά, ενώ παράλληλα υπογραμμίζει την πραγματικότητα της πολιτισμικής ανομοιογένειας που υπάρχει στις σύγχρονες κοινωνίες, με τις αξίες ορισμένων ομάδων να μη βρίσκονται κάτω από τη σκεπή του ποινικού νόμου – δικαίου. Οπόταν, με βάση τις απόψεις του Sellin, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το έγκλημα δεν καθορίζεται από την ποιότητα της συμπεριφοράς αλλά από το χαρακτηρισμό που δίνουν στη συμπεριφορά αυτοί που έχουν τη σχετική εξουσία.

Πάνω σ’ αυτή την άποψη του Sellin θα ήθελα να θέσω υπό μορφή ερώτησης τον εξής προβληματισμό ο οποίος άπτεται της Μαρξιστικής λογικής που ανέφερα προηγούμενος (βλ. σελ.5) Άραγε αυτοί που έχουν τη σχετική εξουσία δε διαπράττουν εγκλήματα; Μήπως εγκληματίες θα ’πρεπε να χαρακτηρίζονται εκτός από άτομα και οργανισμοί, καθεστώτα ή κράτη που επιβάλλουν ή συντηρούν καταστάσεις, όπως είναι η εκμετάλλευση ανθρώπων από ανθρώπους, ο ρατσισμός και ο ιμπεριαλισμός........;

Ωστόσο, επανερχόμενοι πίσω στη θεωρητική μας διαδιακασία, θα δούμε ότι σε μια παρεμφερή προοπτική μ’ αυτή του Sellin, βρίσκεται και η ανάλυση του Miller, με τη μόνη διαφορά ότι ο εν λόγω θεωρητικός εστιάζει περισσότερο την προσοχή του στην εγκληματικότητα των κατώτερων κοινωνικοοικονομικών τάξεων, χωρίς βέβαια να αποκλίνει από την αρχική θέση αυτής της τάσης...

Επιγραμματικά να προσθέσουμε περισσότερο για σκοπούς συγγραφικής συνοχής ότι διαμέσου αυτής της σύντομης καταγραφής που προβάλαμε, έχουμε διατυπώσει μέχρι στιγμής την πρώτη τάση η οποία περιστρέφετο γύρω από τη Μαρξιστική αντίληψη. Στη συνέχεια προχωρήσαμε στις απόψεις του Sellin και Miller οι οποίες αποτελούσαν το δεύτερο σύστημα σκέψης. Ενώ τώρα, για να κλείσουμε αυτή την τριλογία των θεωριών μας, μένει να αναφερθούμε στην τρίτη και τελευταία τάση, η οποία, συγκριτικά με τις άλλες δυο, βλέπουμε να είναι πιο κοντά στη μαρξιστική θεωρία.

Κατ’ αρχάς, το τρίτο σύστημα σκέψης έχει τις ρίζες του στη σκέψη του Max Weber. Όπως είναι γνωστό, μερικές απόψεις του Weber σχετικά με την κοινωνική διαστρωμάτωση συμπίπτουν με τις απόψεις του Μαρξ μερικές όμως διαφοροποιούνται απ’ αυτές. Ο Weber αναγνωρίζει τη σημασία της ιδιοκτησίας στην ανάλυση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και συμφωνεί με το Μαρξ. Δεν αρκείται όμως σ’ αυτή τη μονοδιάστατη προσέγγιση και προσθέτει δυο ακόμα μεταβλητές, την εξουσία και το κύρος. Ιδιοκτησία, εξουσία και κύρος είναι εκείνες οι μεταβλητές που, κατά την άποψη του Weber, διαμορφώνουν τις κοινωνικές ιεραρχίες. Διαφορές ως προς την ιδιοκτησία δημιουργούν τις κοινωνικές τάξεις, διαφορές ως προς την εξουσία δημιουργούν τα πολιτικά κόμματα και τέλος διαφορές ως προς το κύρος οδηγούν στη δημιουργία ομάδων ή στρωμάτων κοινωνικής θέσης. Οπόταν, με βάση αυτή την προοπτική, η κοινωνική σύγκρουση παίρνει νέες διαστάσεις, σε σχέση με τον τρόπο που την έβλεπε ο Μαρξ.

«Πρώτον» σε ότι αφορά τα υποκείμενα της σύγκρουσης κατά τη μαρξιστική αντίληψη, η σύγκρουση είναι μεταξύ δυο τάξεων: της τάξης των αστών και της τάξης αυτών που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης των αστών (των προλεταρίων δηλ.). Εν αντιθέσει με την αντίληψη του Weber ο οποίος υποστηρίζει ότι υπάρχουν περιθώρια για σύγκρουση και μεταξύ πολλών άλλων κοινωνικών στρωμάτων. Και «δεύτερον» σχετικά με το αντικείμενο της σύγκρουσης το οποίο κατά τη μαρξιστική αντίληψη περιορίζεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας, ενώ κατά την προοπτική του Weber, μπορεί να είναι και σχέσεις εξουσίας.

Ο Dahrendorf, ένας βεμπεριανός διανοούμενος, τόνισε ότι «η κοινωνική συνοχή δεν είναι απόρροια μιας καθολικής συναίνεσης αλλά συνέπεια της κυριαρχίας ορισμένων πάνω σε άλλους»[10].

Ο εν λόγω θεωρητικός, με την αναφορά του αυτή, προφανώς εννοεί ότι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό των τάξεων είναι το κύρος και η εξουσία. Η βασική κοινωνική ανισότητα που προκύπτει μέσα από την κοινωνική δομή είναι η ανισότητα στην εξουσία και το καθοριστικό στοιχείο των τάξεων είναι η συμμετοχή ή ο αποκλεισμός τους από την εξουσία. Η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής είναι απλώς μια από τις διάφορες μορφές κύρους. Κατά συνέπεια, ο Dahrendorf τοποθετεί τη σύγκρουση στο πολιτικό και όχι στο οικονομικό επίπεδο.

Πάνω σ’ αυτή την πτυχή αξίζει επίσης να προστεθεί σύμφωνα με τους οπαδούς της Βεμπεριανής τάσης ότι «η εξήγηση του εγκλήματος υπό τη σκοπιά της σύγκρουσης σε επίπεδο σχέσεων εξουσίας έχει μεγαλύτερες προοπτικές εφαρμογής από εκείνες που επιτρέπει η εκδοχή της σύγκρουσης σε επίπεδο σχέσεων ιδιοκτησίας»[11]. Διότι, με την πρώτη εκδοχή, το έγκλημα υπάρχει σε κάθε κοινωνία ακόμα και σε μια σοσιαλιστική αταξική, αρκεί να υπάρχει πολιτική οργάνωση. Ενώ με τη δεύτερη, το έγκλημα δεν μπορεί να βρει εξήγηση στα πλαίσια μιας κοινωνίας που δεν υπάρχει ιδιοκτησία.

Έτσι, με τη Βεμπεριανή αντίληψη και την τρίτη τάση, ολοκληρώσαμε τον κύκλο των θεωρητικών μας αναφορών.

Ωστόσο πριν κλείσουμε αυτό τον κύκλο παρουσίασης μας θα ήθελα να κάνω ένα μικρό σχόλιο σχετικά με τις θεωρητικές τάσεις στις οποίες είχαμε αναφερθεί πιο πάνω. Συγκεκριμένα έχουμε αναφερθεί στην Μαρξιστική αντίληψη, στις απόψεις Sellin και Miller, και στη Βεμπεριανή σκεπτική. Σίγουρα ο καθένας από εμάς διαβάζοντας αυτές τις τοποθετήσεις με βάση το δικό του τρόπο σκέψης και αντίληψης θα συμμεριστεί ή όχι κάποια ή κάποιες από αυτές τις θεωρήσεις.

Έτσι μέσα στα πλαίσια αυτής της λογικής εγώ θα έλεγα σύμφωνα με τη δική μου κρίση ότι οι απόψεις «Thorsten Sellin» και «Walter Miller» (βλ. σελ.5-6) καθώς και η «Βεμπεριανή αντίληψη» (βλ. σελ.7-8) είναι πιο ολοκληρωμένες σαν θέσεις διότι κατά την προσωπική μου άποψη είναι πιο κοντά στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Επιπροσθέτως όμως, θα έλεγα ότι μέσω των στοιχείων που συγκροτούν την Μαρξιστική αντίληψη διαφαίνονται και αρκετά χαρακτηριστικά της περιόδου την οποία εξετάζουμε. Κυρίως όσο αναφορά τον κοινωνικό ιστό...

ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΙ

Ανδρέας Καπαρδής και Παναγιώτης Παπαδημήτρης
μια θεωρητική, κριτική αξιολόγηση


Ξεκινώντας από τον Ανδρέα Καπαρδή και το συγγραφικό του έργο («Κοινωνία, έγκλημα, και ποινική δικαιοσύνη στην Κύπρο 1878-2000») θα παρατηρήσουμε ότι προσεγγίζει το εγκληματικό ζήτημα προβάλλοντας μια πιο εκτεταμένη επιστημονική τεκμηρίωση. Αναλύει το έγκλημα και την εκδήλωση αυτού μέσα από το μικροσκόπιο των κοινωνικοοικονομικών δομών, ενώ ταυτοχρόνως διαμέσου των ερευνητικών ιστορικών τεκμηρίων που επισυνάπτει βοηθά έτσι ώστε να γίνει μια πιο εποικοδομητική και κατανοητή επεξήγηση των βασικών θεμελιωδών κοινωνιολογικών - εγκληματολογικών αρχών και θεωριών.

Ωστόσο ο εν λόγω θεωρητικός φαίνεται να μην υιοθετεί την άποψη του Ρ. Κατσαούνη η οποία έχει μαρξιστική χροιά και η οποία λέει ότι τα εγκληματικά στοιχεία που δρούσαν τότε εξέφραζαν την λαϊκή διαμαρτυρία μ’ ένα προπολιτικό τρόπο.

Ο Ανδρέας Καπαρδής έχοντας αντίθετη άποψη υποστηρίζει ότι από την στιγμή που η αποστολή ενός δήθεν «ευγενούς ληστή» περιλαμβάνει εγκληματικές ενέργειες όπως είναι η δολοφονία και η σεξουαλική κακοποίηση γυναικών μετατρέπεται αυτομάτως σε μια αποστολή εξυπηρέτησης των ατομικών βιοψυχικών του παθήσεων η οποία σε καμιά περίπτωση δεν αποσκοπεί στην αποτίναξη της καταπίεσης και της φτώχειας.
Ασχέτως αν τότε τα εν-δράση εγκληματικά στοιχεία ήταν ευρύτερα αποδεκτά από την πλειοψηφία της κοινωνίας...

Επομένως μπορεί ν’ εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Καπαρδής ανήκει στην ομάδα των εγκληματολόγων - κοινωνιολόγων οι οποίοι δεν συνδέουν την αντικοινωνική συμπεριφορά με τα πιθανά προβλήματα που μπορεί να παρουσιάζουν οι κοινωνικές δομές στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, αλλά θεωρούν ότι η διάπραξη εγκληματικών ενεργειών είναι προϊόν της ατομικής παθολογίας...

Άρα λοιπόν ένα άτομο δεν τον μεταβάλει η κοινωνία σε εγκληματία...

Αυτό που μπορεί να συνδεθεί με τον κοινωνικό ιστό σε σχέση με την μαρξιστική αντίληψη είναι το σημείο του προβληματικού μεγέθους που μπορεί να εμφανίζεται στους κοινωνικούς μηχανισμούς οι οποίοι είναι οι άμεσα υπεύθυνοι για την ομαλότερη λειτουργία του κοινωνικού πλαισίου.

Έτσι, όπως αναφέρει και ο Καπαρδής, αν το πρόβλημα είναι αισθητά μεγάλο τότε ναι ερεθίζονται πολύ περισσότερο τα βιολογικά εγκληματικά χαρακτηριστικά των ατόμων που διακατέχονται από εγκληματικές προδιαθέσεις.

Αν το πρόβλημα είναι μικρότερο, συνεχίζουν πάραυτα να υπάρχουν τέτοιου είδους προσωπικότητες όμως εξαιτίας του σωστού κοινωνικού ελέγχου δεν αναπτύσσουν τόση έντονη εγκληματική δραστηριότητα.

Απ’ την άλλη ο Παναγιώτης Παπαδημήτρης μέσα από το συγγραφικό του έργο 1000 άγριοι φόνοι στην Κύπρο κάνει μια πιο εκτενή ιστορική καταγραφή των εγκληματικών γεγονότων της συγκεκριμένης περιόδου...

Δεν υπάρχει θεωρητική συζήτηση βασικών εγκληματολογικών - κοινωνιολογικών αρχών σε σχέση με τα ιστορικά ευρήματα. Επομένως δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε με πάσα βεβαιότητα ότι γέρνει προς τη μια ή την άλλη θεωρητική κατεύθυνση.

Παρά ταύτα όμως μέσα από την περιέντεχνη χρήση των ιστορικών στοιχείων μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ο εν λόγω συγγραφέας αγγίζει τη διάσταση του ζητήματος δια μέσου μιας επιφανειακής μαρξιστικής προσέγγισης. Αυτό εμπεριστατώνεται μέσα από δύο ενδεικτικά στοιχεία, θα έλεγα, τα οποία περιλαμβάνονται στο σύγγραμμα. Το πρώτο έχει να κάνει με την παράθεση των δημοτικών τραγουδιών που γράφονται τότε για τη δράση των παρανομούντων της εποχής ενώ το δεύτερο αφορά την ευρεία αποδοχή των εγκληματιών από τη μάζα των απλοϊκών χωρικών.

Οπόταν η χρήση του δημοτικού τραγουδιού από μέρους του Παπαδημήτρη καταδεικνύει στις πλείστες περιπτώσεις ότι οι σχετικοί ύμνοι γράφονταν με σκοπό να τιμήσουν αυτούς που εξέφραζαν την λαϊκή διαμαρτυρία...

Ενώ παράλληλα το στοιχείο της ευρύτατης αποδοχής που τύγχαναν οι εγκληματίες από τους απλοϊκούς χωρικούς καταδείκνυε ότι η μάζα των χωρικών ένιωθε κάποια σιγουριά προς το πρόσωπο των παρανομούντων. Τους θεωρούσαν δηλαδή ως τα πλέον ικανά άτομα τα οποία μπορούσαν ν’ αποτινάξουν την φτώχεια και την εκμετάλλευση που ταλάνιζε την τότε αγροτική κοινωνία.

Ωστόσο, όμως, όπως έχουμε προαναφέρει δεν μπορούμε να πούμε μετά σιγουριάς ότι ο Π. Παπαδημήτρης γέρνει προς τη Μαρξιστική σκεπτική διότι μελετώντας τα σχόλιά του γύρω από το εγκληματικό φαινόμενο κατά τη συγκεκριμένη περίοδο δεν τεκμηριώνεται ξεκάθαρα η παράμετρος της αναζήτησης των αιτιών στις ταξικές σχέσεις.
[1] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα δυο αντίθετα θεωρητικά πρότυπα (σελ.31-32). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[2] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα δυο αντίθετα θεωρητικά πρότυπα (σελ.31-32). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[3] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Το συγκρουσιακό μοντέλο (σελ.32-34). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[4] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Το συγκρουσιακό μοντέλο (σελ.32-34). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[5] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Το συγκρουσιακό μοντέλο (σελ.34-36). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[6] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα τρία θεωρητικά μοντέλα (σελ.37-38). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[7] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα τρία θεωρητικά μοντέλα (σελ.38-40). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[8] Δασκαλάκης Ηλίας. Συναίνεση έναντι σύγκρουσης: Τα τρία θεωρητικά μοντέλα (σελ.38-40). Η εγκληματικότητα της κοινωνικής αντίδρασης.
[9] Αλεξιάδη Στέργιος. Ρεύματα και συστήματα σκέψης στο χώρο της εγκληματολογίας (σελ.31-32). Εγχειρίδιο εγκληματολογίας.
[10] Αλεξιάδη Στέργιος. Ρεύματα και συστήματα σκέψης στο χώρο της εγκληματολογίας (σελ.32-33). Εγχειρίδιο εγκληματολογίας.
[11] Αλεξιάδη Στέργιος. Ρεύματα και συστήματα σκέψης στο χώρο της εγκληματολογίας (σελ.33-34). Εγχειρίδιο εγκληματολογίας.